24
«Εσύ; Εσύ θα γράψεις εργασία;» Η μαμά ζάρωσε τα
φρύδια της. «Τι εργασία;»
«Μια έκθεση» μουρμούρισα. Δεν ήταν και τόσο απλό
βέβαια. Αλλά δεν ήθελα να μιλήσω στη μαμά, πριν δοκι-
μάσω, ή μάλλον πριν τα καταφέρω.
«Μάλιστα, εντάξει». Τα φρύδια της ξεζάρωσαν. «Έχεις
φάει τίποτα; Πήρες ντονέρ;» Με το ένα της χέρι μού ανα-
κάτεψε τα μαλλιά, έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο.
«Όχι».
«Πεινάς δηλαδή;»
«Ε, βέβαια πεινάω».
«Οκέι. Θα φτιάξω ψαροκροκέτες» είπε και πήγε στην
κουζίνα. Πέταξα το σακίδιό μου από την ανοιχτή πόρτα
στο δωμάτιό μου και την ακολούθησα, κάθισα στο τραπέ-
ζι και την κοίταζα.
«Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, Ρίκο» είπε η μαμά κι έβαλε
λίγο βούτυρο στο τηγάνι να λιώσει.
Το κεφάλι μου χώθηκε αυτόματα ανάμεσα στους ώμους
μου. Όταν η μαμά με λέει με το όνομά μου και λέει πως
θέλει κάτι να με ρωτήσει, αυτό θα πει πως έχει σκεφτεί
διάφορα πράγματα. Διάφορα σοβαρά πράγματα. Σοβαρά
θα πει δύσκολα. Και δύσκολα θα πει μπάλες του μπίνγκο.
«Τι;» ρώτησα, όσο πιο προσεκτικά μπορούσα.
«Για τον Μίστερ 2.000».
Μακάρι να ’ταν έτοιμες οι ψαροκροκέτες. Ακόμα κι
ένας βλάκας θα καταλάβαινε πού πήγαινε αυτή η κουβέ-
ντα. Η μαμά άνοιξε το ψυγείο κι άρχισε να παλεύει μ’ ένα
μαχαίρι μέσα στο ράφι της κατάψυξης, όπου βρισκόταν