20
τσκε. Τον φαταούλα. Τον βρομιάρη που καταπίνει ξένα
μακαρόνια.
Τον καινούριο τον λένε Ντεξ-Ιάρ, το γράφει το καρτε-
λάκι στο κουδούνι του. Δεν ήταν σπίτι του – και εδώ που
τα λέμε, ανακουφίστηκα λιγάκι. Θα ζοριστώ όταν θα πρέ-
πει να τον πω με το όνομά του τον καινούριο. Γιατί εγώ το
αριστερό και το δεξί πάντα τα μπερδεύω. Όταν ακούω
δεξιά κι αριστερά, αρχίζει αμέσως το ανακάτεμα μέσα
στο μυαλό μου.
Θύμωσα την ώρα που κατέβαινα τις σκάλες. Αν δε μου
είχε φάει ο Φίτσκε το αποδεικτικό μου στοιχείο, θα μπο-
ρούσα μια χαρά να ερευνήσω την υπόθεση. Ο αριθμός των
υπόπτων, βλέπετε, ήταν πολύ μικρός. Στο πέμπτο πάτωμα,
με τα δύο πολυτελή ρετιρέ, ούτε που θα ανέβαινα. Οι Ρούν-
γκε-Μπλαβέτσκι έφυγαν χτες για διακοπές. Κι ο Μάρακ,
που μένει δίπλα τους, έχει δυο μέρες να φανεί. Μάλλον
έμεινε πάλι στη φιλενάδα του, που του πλένει και τα ρούχα.
Βδομάδα παρά βδομάδα τον βλέπουμε τον Μάρακ να κου-
βαλάει μια πελώρια σακούλα γεμάτη ρούχα, πέρα δώθε,
πέρα δώθε τα πάει τα ρούχα του. Η κυρία Ντάλινγκ είπε
μια μέρα ότι έχει παραγίνει το κακό με τους νεαρούς σή-
μερα, στα νιάτα της έπαιρναν μόνο την οδοντόβουρτσά
τους όταν πήγαιναν να ξενοκοιμηθούν, τώρα κουβαλάνε τη
μισή τους ντουλάπα. Ο Μάρακ πάντως λείπει. Στο γραμ-
ματοκιβώτιό του, κάτω στην είσοδο, είναι ακόμη τα διαφη-
μιστικά τα χτεσινά μέσα. Εμένα μ’ αρέσουν τα αστυνομικά
έργα καλύτερα από τα αισθηματικά. Τέτοιες λεπτομέρειες
τις προσέχω.