27
«Είμαι πιο ψηλός από τα παιδιά που έχει αρπάξει μέχρι
τώρα ο Μίστερ 2.000. Και πιο μεγάλος».
«Ναι, το ξέρω». Έσκισε το παγωμένο χαρτόνι κι άνοιξε
το κουτί. «Αλλά θα έπρεπε να σε πηγαινοφέρνω εγώ στο
σχολείο αυτές τις τελευταίες εβδομάδες».
Η μαμά δουλεύει νύχτα, μέχρι το πρωί. Όταν γυρίζει
σπίτι, μου δίνει το φρέσκο κρουασάν που έχει πάρει από
τον φούρνο, μου δίνει κι ένα φιλί και φεύγω για το σχολείο.
Εκείνη πέφτει τότε για ύπνο και κοιμάται ως το απόγευμα,
όταν εγώ έχω γυρίσει από ώρα. Δε θα μπορούσε να με
πηγαίνει και να με φέρνει στο σχολείο.
Κοντοστέκεται και ζαρώνει τη μύτη της. «Μήπως είμαι
ανεύθυνη μαμά, Ρίκο;»
«Μη λες κουταμάρες!»
Με κοιτάζει για μια στιγμή σκεφτική, ύστερα ρίχνει τις
κατεψυγμένες ψαροκροκέτες από το κουτί στο τηγάνι. Το
βούτυρο είχε κάψει τόσο, που πετάχτηκαν παντού πιτσιλιές
τσιτσιρίζοντας. Η μαμά έκανε πίσω μ’ ένα πήδημα. «Να
πάρει! Τώρα θα μυρίζω ψαρίλα!»
Έτσι κι αλλιώς θα έκανε ντους πριν φύγει το βράδυ για
το κλαμπ. Όταν τρώμε ψαροκροκέτες, κάνει πάντα ντους.
Ακόμα και το ακριβότερο άρωμα του κόσμου, μου είπε
κάποτε, δεν είναι τόσο επίμονο και διαπεραστικό, όσο η
ψαρίλα. Κι ενώ οι ψαροκροκέτες μας τηγανίζονταν, της
είπα για το μακαρόνι που είχα βρει και για τον Φίτσκε, που
το είχε φάει, και για μένα που τώρα δεν μπορούσα να
βγάλω άκρη και να μάθω τίνος ήταν.
«Α, ο γερο-ξεκούτης» μουρμούρισε.