15
«Και βέβαια!»
Η πόρτα της έκλεισε κι εγώ χτύπησα την πόρτα του
Φίτσκε. Όποιος θέλει τον Φίτσκε πρέπει να χτυπάει την
πόρτα του, το κουδούνι του έχει χαλάσει, από το 1910 μάλ-
λον. Νωρίτερα δεν το πιστεύω – το 1910 χτίστηκε η πολυ-
κατοικία μας.
Περιμένω, περιμένω, περιμένω.
Μετά ακούω τα βήματά του να σέρνονται, να σέρνονται,
να σέρνονται πίσω από τη βαριά πόρτα.
Μετά, επιτέλους, βλέπω τον Φίτσκε τον ίδιο, φοράει
όπως πάντα τις σκούρες μπλε πιτζάμες με τις γκρίζες ρίγες.
Το ζαρωμένο πρόσωπό του είναι αξύριστο και τα γκρίζα
μαλλιά του αχτένιστα και λαδωμένα.
Τα χάλια του έχει το κεφάλι του!
Μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας με χτυπάει στα ρου-
θούνια. Ποιος ξέρει τι έχει στοιβαγμένο εκεί μέσα ο Φί-
τσκε. Μέσα στο διαμέρισμα, θέλω να πω. Όχι μέσα στο
κεφάλι του. Προσπάθησα να ρίξω μια ματιά στο εσωτερι-
κό, αλλά στάθηκε μπροστά μου και δε μ’ άφησε. Επίτηδες!
Έχω μπει σ’ όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας μας,
μόνο στου Φίτσκε δεν έχω μπει. Δε μ’ αφήνει να μπω στο
σπίτι του, επειδή δε με χωνεύει.
«Μπα! Ο χαζούλιακας!» γρύλισε.
Εδώ θα πρέπει μάλλον να εξηγήσω ότι με λένε Ρίκο και
είμαι μια ιδιομορφία. Το μυαλό μου είναι λίγο αργό. Αυτό
δε θα πει ότι έχω λιγότερο μυαλό από τους άλλους ανθρώ-
πους. Έχω όσο μυαλό έχουν όλοι. Το μυαλό μου σκέφτε-
ται, και μάλιστα πολύ. Απλώς σκέφτεται αργά. Κι έτσι οι