19
Κ Υ Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Β Ο Σ ΠΟ Ρ Ο Υ
«Επιτέλους! Άρχισα ν’ ανησυχώ. Στις ομορφιές σου είσαι
σήμερα…» άκουσε δίπλα της την ήρεμη φωνή του Κίμωνα.
«Θέλω να ξέρεις πως απόψε είσαι εδώ για μένα. Δεν έχεις
να ζηλέψεις τίποτα από καμία άλλη καλεσμένη, είσαι η ντά
μα μου…» είπε γλυκά, ενώ έσκυψε για να φιλήσει τρυφερά
το χέρι της.
ΟΚίμων Καραμάνογλου ήταν ο κατά δύο χρόνια μικρό
τερος αδελφός του γιατρού.
Στα τριάντα του είχε την εμφάνιση ενός καλοκαμωμένου
άντρα, με λευκό δέρμα και γαλανά μάτια, στητή κορμοστα
σιά και κινήσεις ανθρώπου που έδειχνε σίγουρος για τον
εαυτό του. Με καλές σπουδές, αλλά και έμφυτη ευγένεια,
είχε προσληφθεί ως διερμηνέας στο γαλλικό προξενείο.
Εδώ και καιρό ένιωθε μια παράξενη έλξη γι’ αυτή τη
γυναίκα. Από τότε που γύρισε από τις σπουδές του στο
Παρίσι έκανε πολλές σχέσεις με γυναίκες, κάθε φορά όμως
που γύριζε από κάποιο ραντεβού έπιανε τον εαυτό του να
τρέχει σαν τρελός στο υπόγειο του αρχοντικού για να δει
εκείνη…
Παρασύρθηκε απροσδόκητα από έναν παράφορο έρωτα,
που δεν έβρισκε τρόπο να εκδηλώσει. Σήμερα ίσως ήταν
ευκαιρία να της μιλήσει. Όταν η Ισμήνη τού πρότεινε να
διοργανώσει αυτό τον χορό προς τιμήν του, αποσκοπώντας
να του γνωρίσει καμιά πολύφερνη νύφη, εκείνος άρπαξε την
ευκαιρία να βρεθεί με την εκλεκτή του.
Η μεγάλη σάλα ήταν γεμάτη με τον καλύτερο κόσμο της
Πόλης, ξένους, Ρωμιούς, μα και λιγοστούς εύπορους Τούρ
κους με ευρωπαϊκή κουλτούρα, από εκείνους που πήγαιναν
στην Ευρώπη είτε για σπουδές είτε για εμπορικές συναλλα