23
Κ Υ Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Β Ο Σ ΠΟ Ρ Ο Υ
μια μαύρη σκιά. Προχώρησε διστακτικά κι έσκυψε να δει
καλύτερα.
«Θεέ μου! Ευρυδίκη. Αδελφούλα μου». Πέταξε το τσιγά
ρο που μόλις είχε ανάψει, σήκωσε το μουσκεμένο σώμα της
κοπέλας και με δυσκολία το μετέφερε στο μικρό καλύβι.
Την ξάπλωσε με προσοχή στο κρεβάτι και με τη βοήθεια
της γυναίκας του έβγαλαν απορημένοι τις γόβες και τα μου
σκεμένα ρούχα της κοπέλας, της φόρεσαν καθαρά της Φρό
σως και περίμεναν με αγωνία να συνέλθει.
Πού βρήκε αυτά τα ρούχα η αδελφή μου, για πού στολί
στηκε έτσι και τι έγινε και αναστατώθηκε τόσο; αναρωτιό
ταν ο Κυριάκος.
Η ζεστασιά της καρδιάς του φτωχού καντηλανάφτη δια
πέρασε το κορμί της μικρής αδελφής του, που άνοιξε σε
λίγο τα μάτια κι άφησε ένα αχνό χαμόγελο να διαγραφεί
στα ξεραμένα χείλη της.
Μόλις συνήλθε το κορίτσι, άφησε τον εαυτό του ελεύθε
ρο και άρχισε να κλαίει με λυγμούς πάνω στα παλιά και
χιονάτα σεντόνια. Το κλάμα λειτούργησε λυτρωτικά και σε
λίγα δευτερόλεπτα τα δυο αδέλφια βρέθηκαν σφιχταγκα
λιασμένα, με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του
Κυριάκου, που αναγνώριζε πως είχε φτάσει η στιγμή της
εξομολόγησης για την αδελφή του.
Σε λίγο, με τα μάτια στεγνά και ήρεμη τρεμάμενη φωνή,
άρχισε να διηγείται…
Στα μέσα περίπου των στενών του Βοσπόρου, πνιγμένο από
πυκνή δασώδη βλάστηση, μέσα από την οποία ξεπρόβαλλαν
αρχοντόσπιτα, με ήρεμη και καθαρή θάλασσα να περιβάλ