27
Κ Υ Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Β Ο Σ ΠΟ Ρ Ο Υ
παρισινό οίκο Ντρεκόλ. Εκεί η γυναικεία χάρη προσλάμ
βανε όλη την αξία της και η παρισινή «dissection» εμφανι
ζόταν με όλη τη λεπτότητά της.
Υπήρχαν όμως και οι απλές κοπέλες αστικών οικογενειών
που έψαχναν μια ευκαιρία να ζήσουν λίγο σαν τις άλλες, να
νιώσουν σπουδαίες μέσα από ένα φόρεμα, να κάνουν μια
καλή γνωριμία, που θα τις έβγαζε απ’ την αφάνεια και την
ανωνυμία.
Έτσι κάθε χρόνο αυτή την εποχή η Βασιλική δεν προ
λάβαινε να ράβει αυτές ακριβώς τις κοπέλες, τις γεμάτες
όνειρα και προσδοκίες για ένα καλύτερο αύριο.
Σκυμμένη πάνω από το μεταξωτό ύφασμα, που ονειρευό
ταν να μεταμορφώσει με τα χρυσά χεράκια της σ’ ένα πα
νέμορφο φόρεμα για την κόρη μιας καθηγήτριας Γαλλικών,
σκεφτόταν την Ευρυδίκη και τα ρούχα που της είχε δανείσει
για τον χορό.
Τι να είχε συμβεί; Αυτή ήταν πάντα τόσο τυπική. Άλλω
στε, πρώτη φορά τής ζητούσε κάτι τέτοιο. Στην αρχή δυ
σκολεύτηκε να πιστέψει πως τα ήθελε για τον εαυτό της. Η
κοπέλα αυτή ήταν πάντα τόσο μελαγχολική και κλεισμένη
στον εαυτό της. Κανείς ποτέ δεν την είχε συναντήσει που
θενά. Η ζωή της, απ’ όσα ήξερε η Βασιλική, ήταν η δουλειά
και το σπίτι. Ένα σπίτι γεμάτο από την γκρίνια της δύστρο
πης κατάκοιτης μάνας της. Από τότε που παντρεύτηκε και
έφυγε ο λατρεμένος μονάκριβος αδελφός της, η Ευρυδίκη
μαράζωνε. Τον τελευταίο όμως καιρό το κακό παράγινε.
Κάτι άλλο πρέπει να στοίχειωνε το κορίτσι…
Όσο για εκείνη, σκυμμένη πάνω απ’ τη ραπτομηχανή
της, γάζωνε τα υφάσματα, κι έτρεχε μαζί με τα μέτρα της