22
Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α
τα γύρω εκπαιδευτήρια, εκεί πεταμένη σαν σακί βρισκόταν
τώρα μια κοπέλα, μια νέα απελπισμένη κοπέλα.
Λιτή κι απέριττη η εξωτερική όψη του ναού, που πρωτο
χτίστηκε γύρω στα 1690, γνωρίζοντας διαδοχικές εκ βάθρων
ανεγέρσεις και ριζικές επισκευές, αλλά με περίτεχνες εικόνες,
ψηφιδωτά και πολυελαίους, ο διάκοσμος του ναού της Κοί
μησης τηςΘεοτόκου στον Βόσπορο διαλαλούσε το μεγαλείο
της χριστιανοσύνης με την υπερβολή της Ανατολής.
Στον χώρο του αυλόγυρου και σχεδόν δίπλα από τον ναό,
σ’ ένα μικρό παράπηγμα, έμενε τα τελευταία χρόνια οΚυριά
κος με τη Φρόσω και τα επτά ανήλικα παιδιά τους. Ήταν ο
καντηλανάφτης της εκκλησιάς, φρόντιζε τον καθαρισμό και
τον στολισμό του χώρου, άναβε τα καντήλια και τους πο
λυελαίους, έτρεχε για όλες τις δουλειές του παπα-Λευτέρη.
Αν και πέρασαν χρόνια από τότε που έφτιαξε το δικό του
σπιτικό και έφυγε απ’ το χωριό του, το Μέγα Ρεύμα, νοια
ζόταν πάντα για τη μικρή του αδελφή την Ευρυδίκη και τη
χήρα μάνα του.
Εκείνο το βράδυ ήταν περίεργα ανήσυχος. Στριφογύριζε
πάνω από την κατσαρόλα με τη φάβα που έβραζε από νωρίς
και σκεφτόταν την αλλόκοτη τον τελευταίο καιρό συμπερι
φορά της μικρής. Λίγο πιο κει η Φρόσω έραβε μια τρύπα
στο φρεσκοπλυμένο πουκάμισο του άντρα της και παρατη
ρούσε με την άκρη του ματιού της τις νευρικές κινήσεις του.
Της έριξε κι εκείνος μια φευγαλέα ματιά, κι αφού βεβαιώ
θηκε πως ήταν αφοσιωμένη στο ράψιμο, έβγαλε κάτω από
το στρώμα ένα τσιγάρο που είχε κρύψει και βγήκε έξω να
το καπνίσει με την ησυχία του.
Μέσα στο σκοτάδι διέκρινε πάνω στα άσπρα βότσαλα