21
Κ Υ Μ Α Τ Α Τ Ο Υ Β Ο Σ ΠΟ Ρ Ο Υ
τηκε ν’ αναγνωρίσει την κομψή κοπέλα που έτρεχε προς
την πόρτα. Πριν προλάβει ν’ αντιδράσει ένιωσε πίσω της
τη λατρεμένη ανάσα, τη γνώριμη μυρωδιά του άντρα που
μέχρι πριν από λίγες μέρες ήταν ολάκερος ο κόσμος της…
Η σκληρή και ειρωνική φωνή που μόλις αναγνώρισε την
προσγείωσε στην πραγματικότητα.
«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ; Από πότε, Κίμωνα, έχεις παρ
τίδες με τις δούλες του υπογείου;»
Τρέμοντας από φόβο και με βλέμμα γεμάτο πίκρα και
απογοήτευση, κάρφωσε τα μεγάλα μαύρα μάτια της επάνω
του, άρπαξε από το πορτ μαντό το μουσκεμένο ακόμη πα
νωφόρι της, άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε παραπατώντας στα
λασπόνερα της köyiçi caddesi.
Η μεγάλη κεντρική πόρτα της εισόδου βρόντησε με δύ
ναμη και το δουλάκι πετάχτηκε στο παράθυρο του υπογείου,
γεμάτο απορία για τον καλεσμένο που τόσο πρόωρα και
νευρικά αποχώρησε από το αρχοντικό.
Σκαρφαλωμένο στα σιδερένια προστατευτικά κάγκελα,
μόλις πρόλαβε να διακρίνει τη γνωστήφιγούρα της Ευρυδίκης,
που έτρεχε παραπατώντας να γλιτώσει, αλήθεια από τι;
Εκεί, έξω από την Αστική Σχολή Διπλοκιόνιου, έστρεψε
τα μάτια απέναντι στην εκκλησιά της Κοίμησης της Θεο
τόκου. Πήρε μια βαθιά ανάσα μαζεύοντας τα τελευταία ίχνη
δύναμης που της είχαν απομείνει και, αφού διέσχισε τη
βαριά σιδερένια πόρτα του αυλόγυρου, σωριάστηκε λιπό
θυμη στα μουσκεμένα απ’ τη βροχή βότσαλα.
Εκεί που άλλες στιγμές έσφυζε από ζωή, εκεί που τις
γιορτές αντηχούσαν τα βότσαλα από τα τακούνια των γυ
ναικών, εκεί που γέμιζε από φωνές και γέλια παιδιών από