18
Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α
του μπεζ και του πράσινου της ελιάς, φώτιζαν ακόμα περισ
σότερο τη λευκή επιδερμίδα του προσώπου και έδιναν μια
λάμψη πρωτόγνωρη στα σκοτεινιασμένα μάτια της.
Τίναξε περήφανα τις καστανές της μπούκλες να φύγουν
τα νερά κι έψαξε με τα μάτια τον Κίμωνα. Η αλήθεια ήταν
πως απόψε δεν είχε έρθει για εκείνον. Μέσα στο θολωμένο
της μυαλό θεώρησε την πρόσκληση αυτή μια ευκαιρία να
βρεθεί για άλλη μια φορά κοντά στον άλλο, τον αγαπημένο
της. Μια ευκαιρία να τη δει κομψή και όμορφη, όπως ποτέ
άλλοτε δεν είχε συμβεί μέχρι τότε. Και ίσως, ποιος ξέρει, ίσως
να άλλαζε γνώμη, ίσως να χώριζε, ίσως να την έπαιρνε, ίσως
το μωράκι που μεγάλωνε μέσα της να είχε πατέρα, ίσως…
Προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τα «ίσως» της, έκανε
μερικά διστακτικά βήματα προς τη μεγάλη φωταγωγημένη
σάλα, τη γεμάτη λουλούδια και καλεσμένους.
Ο τρόπος που κοίταζε γύρω της έδινε την εντύπωση πως
ήθελε να αναμετρηθεί με το μεγάλο σπίτι. Το βλέμμα της
σταμάτησε σ’ εκείνον. Κάπου στο βάθος του σαλονιού, είχε
το πρόσωπο στραμμένο στη γυναίκα του, απαντούσε στα
αστεία της, γελούσε μαζί της, δεν έπαιρνε στιγμή τα μάτια
του από πάνω της.
Την Ισμήνη, καθώς έλεγαν οι καλοθελητές, την είχε πα
ντρευτεί για να μπει στον κύκλο της κι αυτό ήταν που έκανε
την Ευρυδίκη να ενδώσει στην επίμονη πολιορκία και στα
ερωτόλογά του. Βλέποντάς τους όμως κανείς κάτι τέτοιες
στιγμές, εκείνη εντυπωσιακή μέσα στη μαύρη τουαλέτα της
κι εκείνον ψηλό, ευθυτενή, με έκφραση ανθρώπου μετρη
μένου και στοχαστικού, να κοιτάζονται στα μάτια σαν σχο
λιαρόπαιδα, θα δυσκολευόταν πολύ να το πιστέψει.