14
Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α
εκλεκτές οικογένειες Ρωμιών γιατρών, δικηγόρων και
φαρμακοποιών.
Στην επάνω αριστερή γωνία, στο σπίτι του Ρωμιού
γιατρού Φαίδωνα Καραμάνογλου, με πρόσοψη σε τρεις
δρόμους, ετοιμαζόταν μεγάλος χορός προς τιμήν του μικρού
του αδελφού Κίμωνα.
«Ευρυδίκη, σε θερμοπαρακαλώ. Είναι για μένα μέρα
χαράς. Θέλω κοντά μου όσους με κάνουν να νιώθω όμορφα
κι εσύ ξέρεις, καταλαβαίνεις, θέλω να πω, κάθε φορά που
έρχομαι εδώ κατεβαίνω σαν τρελός στο υπόγειο να σε δω,
έχω για σένα τρυφερά αισθήματα. Έλα αύριο στον χορό,
μη με απογοητεύσεις…»
Η ευγενική παρουσία και ο παρακλητικός τόνος της
φωνής του δεν της άφησαν περιθώρια να αρνηθεί. Είχε
αντιληφθεί το ενδιαφέρον του νέου, που φαινόταν τόσο
αληθινό, αλλά και πάλι, τι δουλειά είχε αυτή, μια υπηρέτρια
του υπογείου, να δεχτεί την πρόσκληση; Καθόταν τώρα
μουσκεμένη έξω από την κύρια είσοδο του αρχοντικού και
αναρωτιόταν γιατί δεν είχε βρει τη δύναμη ναπει όχι. Έπρεπε
να πνίξει την πίκρα, την οργή, την αγανάκτησή της και να
παρευρεθεί σε αυτή τη γιορτή σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
Ντρεπόταν τόσο πολύ, μα και συγχρόνως ήλπιζε. Ήλπιζε
πως τελικά εκείνος μπορεί και να άλλαζε γνώμη, χρόνια
παντρεμένος και δεν είχε αποκτήσει παιδί, ίσως η σκέψη
ενός δικού του παιδιού να τον μαλάκωνε τελικά. Ίσως, ίσως,
πού με πάει αυτός ο δρόμος; σκέφτηκε κι ενστικτωδώς άγγιξε
με το μουσκεμένο από τη βροχή χέρι την ήδη στρογγυλεμένη
κοιλίτσα της. Πώς θα αντίκριζε πάλι εκείνον;
Όταν χθες βράδυ τον περίμενε να γυρίσει από το ιατρείο,