ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ | 21
Μια μέρα, άκουσα φωνές κι έτρεξα στο κοντινό ύψωμα. Κρύ-
φτηκα στους θάμνους κι είδα έντρομος μερικά χωριατόπαιδα να
κυνηγούν το σκιουράκι μου στον αγρό. Εκείνο έτρεχε σαν παλαβό,
προσπαθώντας να φτάσει στην ασφάλεια του δάσους. Τα παιδιά
πετούσαν πέτρες μπροστά του για να του κόψουν το δρόμο. Το
πλασματάκι απόκαμε, δεν είχε πια τη δύναμη να πηδήξει και να
τρέξει γρήγορα. Το έπιασαν τελικά, αλλά εκείνο συνέχισε να δα-
γκώνει και να παλεύει με γενναιότητα. Τότε τα παιδιά έσκυψαν κι
άδειασαν πάνω του κάποιο υγρό από ένα τενεκεδάκι. Διαισθανό-
μουν ότι κάτι τρομερό έμελλε να συμβεί και προσπαθούσα απεγνω-
σμένα να σκεφτώ κάποιον τρόπο να σώσω τον μικρό μου φίλο. Μα
ήταν πολύ αργά.
Κάποιο από τα παιδιά έβγαλε ένα ξύλο που σιγόκαιγε από τον
τενεκέ που είχε κρεμασμένο στον ώμο του κι άγγιξε μ’ αυτό το ζώο.
Έπειτα πέταξε το σκιουράκι στο έδαφος κι εκείνο λαμπάδιασε αμέ-
σως. Με μια στριγκλιά που μου έκοψε την ανάσα, πήδηξε ψηλά σαν
να ’θελε να ξεφύγει από τη φωτιά. Οι φλόγες το τύλιξαν· μόνο η
φουντωτή ουρίτσα του εξακολούθησε να κουνιέται για λίγο. Καπνί-
ζοντας ολόκληρο, το μικροσκοπικό σωματάκι κύλησε στο έδαφος
κι απόμεινε ασάλευτο. Τα παιδιά το κοίταζαν, γελούσαν και το τσι-
γκλούσαν με μια βέργα.
Τώρα που είχε πεθάνει ο φίλος μου, δεν είχα πια κανέναν να
περιμένω το πρωί. Είπα στη Μάρτα τι είχε συμβεί, αλλά δεν έδειξε
να καταλαβαίνει. Κάτι μονολόγησε μουρμουρίζοντας, προσευχή-
θηκε κι έκανε τα μαγικά της σ’ όλο το σπίτι για να κρατήσει μακριά
το θάνατο, ο οποίος, ισχυριζόταν, παραμόνευε κάπου κοντά και
προσπαθούσε να μπει μέσα.
Η Μάρτα αρρώστησε. Παραπονιόταν για έναν σουβλερό πόνο
κάτω από τα πλευρά, εκεί όπου η καρδιά φτεροκοπάει φυλακισμέ-
νη στο αιώνιο κλουβί της. Μου είπε πως ο Θεός ή ο Διάβολος είχαν