ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ | 19
λατσάριζαν δυο δυο, άλλες ράμφιζαν τις πιο αδύναμες κι έπαιρναν
το μοναχικό λουτρό τους στους νερόλακκους μετά τη βροχή ή ανα-
φουφούλιαζαν με κοκεταρία τα φτερά τους προτού αποκοιμηθούν
πάνω στ’ αυγά τους.
Περίεργα πράγματα συνέβαιναν στην αυλή. Κίτρινα και μαύρα
κλωσόπουλα έβγαιναν από τ’ αυγά, ολόιδια με ζωντανά αβγουλάκια
πάνω σε πόδια σαν σπιρτόξυλα. Μια φορά, ένα μοναχικό περιστέ-
ρι προσκολλήθηκε στο κοπάδι. Φάνηκε καθαρά πως δεν ήταν κα-
λοδεχούμενο. Μόλις προσγειώθηκε ανάμεσά τους, μέσα σ’ ένα
σύννεφο από φτερά και σκόνη, οι κότες το ’βαλαν τρομαγμένες στα
πόδια. Όταν το περιστέρι άρχισε να τις κορτάρει γουργουρίζοντας
κι έκανε να τις πλησιάσει με σκερτσόζικο βήμα, εκείνες παρέμειναν
αμέτοχες και το κοίταξαν με υπεροψία. Κι όσο το περιστέρι τις πλη-
σίαζε, εκείνες έσπευδαν να απομακρυνθούν κακαρίζοντας.
Μια μέρα, τη στιγμή που το περιστέρι προσπαθούσε, ως συνήθως,
να συναγελαστεί με κότες και κοτόπουλα, μια μικρή μαύρη φιγού-
ρα πετάχτηκε ξαφνικά μέσα από τα σύννεφα. Οι κότες έτρεξαν
ξεφωνίζοντας στον αχυρώνα και στο κοτέτσι. Η μαύρη μπάλα έπε-
σε σαν πέτρα στο κοπάδι. Μόνο το περιστέρι δεν είχε πού να κρυφτεί.
Πριν προλάβει ν’ ανοίξει τα φτερά του, ένα δυνατό πουλί το καθή-
λωσε στο έδαφος και το κάρφωσε με το μυτερό γαμψό ράμφος του.
Τα φτερά του περιστεριού πιτσιλίστηκαν με αίμα. Η Μάρτα βγήκε
τρέχοντας από το καλύβι κραδαίνοντας ένα ραβδί, αλλά το γεράκι
πετούσε ήδη ψηλά ατάραχο, με το άψυχο κορμί του περιστεριού να
κρέμεται από το ράμφος του.
Σ’ έναν μικρό βραχόκηπο, μαντρωμένο με προσοχή, η Μάρτα
έτρεφε ένα φίδι. Tο φίδι στριφογύριζε ανάμεσα στα φύλλα, ανεμί-
ζοντας τη διχαλωτή γλώσσα του σαν λάβαρο σε στρατιωτική επιθε-
ώρηση. Έδειχνε να αδιαφορεί πλήρως για τον κόσμο· ποτέ δεν
κατάλαβα αν πρόσεξε την παρουσία μου.