18 | ΓΙΈΡΖΙ ΚΟΖΊΝΣΚΙ
φρύδια, τα βλέφαρά της έμοιαζαν με αυλακιές σε βαθιά οργωμένο
χώμα. Δάκρυα ξεχείλιζαν πάντα από τις άκρες των ματιών της,
κυλούσαν στις βαθιές αυλακιές του προσώπου της και ενώνονταν
με τις γλοιώδεις κλωστές που κρέμονταν από τη μύτη της και τα
σάλια που έσταζαν από τα χείλη της. Έμοιαζε με πολυκαιρισμένο
γκριζοπράσινο μανιτάρι που είχε σαπίσει και περίμενε μια τελευταία
ριπή ανέμου να διώξει μακριά τη μαύρη ξεραμένη σκόνη από μέσα.
Στην αρχή τη φοβόμουν κι έκλεινα τα μάτια μου κάθε φορά που
με πλησίαζε. Το μόνο που αισθανόμουν τότε ήταν η αηδιαστική
μυρωδιά που ανάδινε το κορμί της. Κοιμόταν πάντα με τα ρούχα.
Τα ρούχα, έλεγε, ήταν η καλύτερη προστασία από τις πολυάριθμες
αρρώστιες που μπορούσε να μεταφέρει ο καθαρός αέρας μέσα στο
σπίτι.
Για να προστατέψει την υγεία του, ένας άνθρωπος δεν έπρεπε
να πλένεται, ισχυριζόταν, πάνω από δυο φορές το χρόνο, Χριστού-
γεννα και Πάσχα, αλλά και πάλι πολύ ελαφρά και χωρίς να ξεντύ-
νεται. Καυτό νερό χρησιμοποιούσε μόνο για ν’ ανακουφίζει τους
άπειρους κάλους, τα κότσια και τα νύχια που μεγάλωναν μέσα στη
σάρκα των παραμορφωμένων ποδιών της. Αυτός ήταν ο λόγος που
τα μούλιαζε μια δυο φορές την εβδομάδα. Συχνά μου χάιδευε τα
μαλλιά με τα γέρικα, τρεμάμενα χέρια της που έμοιαζαν περισσό-
τερο με τσουγκράνες. Με παρακινούσε να παίζω στην αυλή και να
πιάνω φιλίες με τα ζώα του σπιτιού.
Mε τον καιρό κατάλαβα ότι τα ζώα αυτά δεν ήταν τόσο επικίνδυ-
να όσο μου φαίνονταν στην αρχή. Θυμόμουν τις ιστορίες με ζώα που
μου διάβαζε η γκουβερνάντα μου από ένα εικονογραφημένο βιβλίο.
Τούτα δω είχαν τη δική τους ζωή, τις αγάπες και τους καβγάδες τους,
και κουβέντιαζαν μεταξύ τους σε μια δική τους γλώσσα.
Οι κότες συνωστίζονταν στο κοτέτσι κι έσπρωχναν η μια την
άλλη για να φτάσουν τους σπόρους που τους έριχνα. Μερικές σου-