20 | ΓΙΈΡΖΙ ΚΟΖΊΝΣΚΙ
Mια φορά, το φίδι κρύφτηκε βαθιά κάτω από τα βρύα της φωλιάς
του κι έμεινε εκεί πολύ καιρό, χωρίς τροφή ή νερό, συμμετέχοντας
σε παράξενα μυστήρια για τα οποία ακόμα και η ίδια η Μάρτα προ-
τιμούσε να μη λέει κουβέντα. Όταν επιτέλους ξαναβγήκε στην επιφά-
νεια, το κεφάλι του γυάλιζε σαν λαδωμένο δαμάσκηνο. Ακολούθησε
ένα απίστευτο θέαμα. Το φίδι έπεσε σε πλήρη ακινησία· μόνο ρίγη
διαπερνούσαν αραιά και πού το κουλουριασμένο κορμί του. Ύστερα
σύρθηκε ήσυχα ήσυχα έξω από το δέρμα του και θαρρείς πως ήταν
ξαφνικά λεπτότερο και νεότερο. Δεν κούναγε πια τη γλώσσα του και
σου ’δινε την εντύπωση πως περίμενε να σκληρύνει το νέο του δέρμα.
Το παλιό, σχεδόν διάφανο φιδοπουκάμισο είχε βγει πια εντελώς και
πάνω του σεργιάνιζαν τώρα κάτι θρασύτατες μύγες. Η Μάρτα το σή-
κωσε με δέος και το φύλαξε σε μια κρυψώνα. Ένα φιδοπουκάμισο
σαν αυτό είχε πολύτιμες θεραπευτικές ιδιότητες, αλλά εγώ ήμουν,
είπε, πολύ μικρός για να καταλάβω κάτι τέτοια πράγματα.
Η Μάρτα κι εγώ παρακολουθούσαμε έκθαμβοι τη μεταμόρφω-
ση. Μου εξήγησε πως η ψυχή του ανθρώπου ξεφορτώνεται το σώμα
με παρόμοιο τρόπο κι έπειτα πετάει ψηλά, στα πόδια του Θεού.
Μετά το μακρύ ταξίδι της, ο Θεός τη σηκώνει στα ζεστά Του χέρια,
της δίνει ξανά ζωή με την ανάσα Του και ή τη μεταμορφώνει σε
ουράνιο άγγελο ή τη ρίχνει στην Κόλαση να βασανίζεται αιωνίως
στο πυρ το εξώτερο.
Ένας μικρός κόκκινος σκίουρος επισκεπτόταν καθημερινά το
καλύβι. Αφού έτρωγε καλά καλά, το έριχνε στο χορό στην αυλή·
χτυπούσε την ουρά του, έβγαζε κοφτές στριγκλιές, κυλιόταν ολόγυ-
ρα, πηδούσε και τρομοκρατούσε κότες και περιστέρια.
Ερχόταν συχνά κοντά μου, καθόταν στον ώμο μου, με φιλούσε
στ’ αυτιά, στο λαιμό και στα μάγουλα, μου χάιδευε τα μαλλιά με το
ανάλαφρο άγγιγμά του. Κι αφού έπαιζε κάμποση ώρα, εξαφανιζό-
ταν· ξαναγύριζε στο δάσος, στην άλλη άκρη του χωραφιού.