Το βαμμένο πουλί - page 16

28 | ΓΙΈΡΖΙ ΚΟΖΊΝΣΚΙ
Ή μήπως ήταν η ίδια η Μάρτα, αναζωογονημένη από τη φωτιά,
απαλλαγμένη από το γέρικο καρκανιασμένο δέρμα της, που έφευ-
γε από τούτη τη γη πάνω σ’ ένα φλεγόμενο σκουπόξυλο, σαν τη
μάγισσα στην ιστορία που μου διηγιόταν η μητέρα μου;
Ενώ το βλέμμα μου ήταν πάντα καρφωμένο στο θέαμα με τα
σπιθίσματα και τις φλόγες, στ’ αυτιά μου έφτασαν ήχοι από αντρικές
φωνές και γαβγίσματα σκυλιών, που μ’ έκαναν να βγω ξαφνικά
από τις ονειροπολήσεις μου. Έρχονταν οι χωρικοί. Η Μάρτα με
ορμήνευε πάντα να προσέχω τους ανθρώπους του χωριού. Έτσι και
με πετύχαιναν ποτέ μόνο, έλεγε, θα μ’ έπνιγαν σαν ψωριάρικο
γατί ή θα με ξέκαναν με κανένα τσεκούρι.
Άρχισα να τρέχω αμέσως μόλις οι πρώτες ανθρώπινες φιγούρες
εμφανίστηκαν μέσα στον κύκλο του φωτός. Δεν με είδαν. Έτρεχα
σαν τρελός, σκοντάφτοντας μες στην τύφλα μου σε κορμούς κομ-
μένων δέντρων και αγκαθερούς θάμνους. Τελικά έπεσα σε μια
ρεματιά. Άκουγα μακρινές φωνές και τον πάταγο από τοίχους που
έπεφταν. Μετά αποκοιμήθηκα.
Ξύπνησα την αυγή, μισοπαγωμένος. Ένα πέπλο πάχνης κρεμό-
ταν σαν ιστός αράχνης ανάμεσα στις δυο άκρες της ρεματιάς. Σκαρ-
φάλωσα με κόπο στην κορυφή του λόφου. Τολύπες καπνού και
πότε πότε καμιά φλόγα υψώνονταν από τα αποκαΐδια της καλύβας.
Όλα γύρω ήταν σιωπηλά. Πίστευα ότι τώρα θ’ αντάμωνα με τους
γονείς μου στη ρεματιά. Πίστευα ότι, όσο μακριά κι αν βρίσκονταν,
θα μάθαιναν, δεν μπορεί, όλα αυτά που μου είχαν συμβεί. Μήπως
δεν ήμουν παιδί τους; Τι να τους κάνεις τους γονείς αν δεν βρίσκο-
νται κοντά στα παιδιά τους σε ώρα κινδύνου;
Με τη σκέψη πως μπορεί να πλησίαζαν, φώναξα να μ’ ακούσουν.
Δεν μου απάντησε κανείς.
Ήμουν εξουθενωμένος, κρύωνα και πεινούσα. Τι θα έκανα; Πού
θα πήγαινα; Δεν είχα ιδέα. Οι γονείς μου δεν έρχονταν.
1...,6,7,8,9,10,11,12,13,14,15 17,18
Powered by FlippingBook