ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ | 25
δεν σάλεψαν. Το χέρι κρεμόταν από το μπράτσο της καρέκλας σαν
βρεγμένο ασπρόρουχο στο σκοινί της μπουγάδας μια μέρα χωρίς
καθόλου αέρα. Σήκωσα το κεφάλι της και μου φάνηκε πως τα υγρά
της μάτια ήταν καρφωμένα στα δικά μου. Μάτια σαν αυτά είχα δει
μόνο άλλη μια φορά, τότε που το ρέμα είχε ξεβράσει εκείνα τα
ψόφια ψάρια.
Η Μάρτα, συμπέρανα, περίμενε ν’ αλλάξει δέρμα, σαν το φίδι,
και δεν έπρεπε να την ενοχλώ τέτοια ώρα. Δεν ήξερα τι να κάνω κι
αποφάσισα να περιμένω με υπομονή.
Το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά. Ο αέρας έσπαζε τα εύ-
θραυστα κλαδιά, έκοβε τα τελευταία μαραμένα φύλλα και τα πε-
τούσε ψηλά στον ουρανό. Οι κότες κούρνιαζαν σαν γριές κουκου-
βάγιες στο κοτέτσι τους, νυσταγμένες και δύσθυμες, ανοίγοντας με
το ζόρι ένα μάτι τη φορά. Έκανε κρύο και δεν ήξερα ν’ ανάβω τη
φωτιά. Παρ’ όλες μου τις προσπάθειες να μιλήσω στη Μάρτα, δεν
κατάφερα να της αποσπάσω καμία απάντηση. Καθόταν ασάλευτη
στη θέση της, με τα μάτια στυλωμένα σε κάτι που εγώ δεν μπορού-
σα να δω.
Δεν είχα τι άλλο να κάνω και ξανάπεσα να κοιμηθώ, σίγουρος
πως θα ξυπνούσα και θα την έβρισκα να τριγυρίζει όλο φούρια στην
κουζίνα μουρμουρίζοντας τις πένθιμες ψαλμωδίες της. Όταν όμως
ξύπνησα, το βράδυ, τη βρήκα να μουλιάζει ακόμη τα πόδια της.
Πεινούσα και το σκοτάδι με τρόμαζε.
Αποφάσισα ν’ ανάψω τη λάμπα πετρελαίου. Άρχισα να ψάχνω
για τα σπίρτα που η Μάρτα έκρυβε σε ασφαλές μέρος. Έπιασα
προσεκτικά τη λάμπα για να την κατεβάσω από το ράφι, αλλά,
καθώς την κρατούσα, μου γλίστρησε και το πετρέλαιο χύθηκε στο
πάτωμα.
Τα σπίρτα δεν άναβαν με τίποτα. Όταν κάποιο πήρε επιτέλους
φωτιά, έσπασε στα δυο κι έπεσε στο πάτωμα, στη λιμνούλα του