26 | ΓΙΈΡΖΙ ΚΟΖΊΝΣΚΙ
πετρελαίου. Στην αρχή, δειλή ακόμη, η φλόγα σταμάτησε εκεί,
βγάζοντας απλώς μια τούφα γαλάζιου καπνού. Ύστερα πήδηξε με
θράσος στο κέντρο του δωματίου.
Δεν ήταν πια σκοτεινά κι έβλεπα καθαρά τη Μάρτα. Δεν έδειχνε
να προσέχει τι συνέβαινε. Δεν έδειχνε να νοιάζεται για τις φλόγες,
που είχαν στο μεταξύ απλωθεί ως τον τοίχο κι έγλειφαν τα πόδια
της ψάθινης πολυθρόνας της.
Δεν έκανε πια κρύο. Οι φλόγες τριγύριζαν τώρα τον κουβά όπου
η Μάρτα μούλιαζε τα πόδια της. Πρέπει να αισθάνθηκε τη λάβρα,
αλλά δεν κουνήθηκε. Θαύμασα την αντοχή της. Καθόταν εκεί όλη
νύχτα κι όλη μέρα, και παρ’ όλα αυτά έμενε ασάλευτη.
Η ζέστη στην κάμαρα άρχισε να γίνεται αφόρητη. Οι φλόγες
σκαρφάλωναν στους τοίχους σαν περικοκλάδες. Φτεροκοπούσαν
και τριζοβολούσαν σαν ξερά λουβιά κάτω από τα πόδια σου, ειδικά
κοντά στο παράθυρο, όπου κατάφερνε να δημιουργείται ένα ελαφρύ
ρεύμα. Στεκόμουν στην πόρτα έτοιμος να τρέξω, περιμένοντας να
κουνηθεί επιτέλους η Μάρτα. Εκείνη όμως καθόταν αλύγιστη, σαν
να μην αντιλαμβανόταν τίποτα. Οι φλόγες είχαν αρχίσει τώρα να
γλείφουν τα κρεμάμενα χέρια της, όπως θα έκανε ίσως ένα στορ-
γικό σκυλί. Της άφησαν εκεί τα πορφυρά σημάδια τους και σκαρ-
φάλωναν ψηλότερα, στις μακριές πλεξούδες της.
Εκεί άρχισαν να σπιθοβολούν σαν φωτάκια χριστουγεννιάτικου
δέντρου, ύστερα φούντωσαν ξαφνικά σχηματίζοντας ένα μυτερό
πύρινο καπέλο στο κεφάλι της Μάρτα, που μετατράπηκε τώρα σε
δαυλό. Οι φλόγες την τύλιγαν τρυφερά και το νερό άρχισε να σφυ-
ρίζει, καθώς φλεγόμενα κομμάτια από το ξεφτισμένο κουνελοτό-
μαρο που φορούσε για ζακέτα έπεφταν κάθε τόσο στον κουβά.
Κάτω από τις φλόγες διέκρινα πότε πότε το ζαρωμένο, σακουλια-
σμένο δέρμα και τ’ ασπρουδερά στίγματα στα κοκαλιάρικα μπρά-
τσα της.