Το βαμμένο πουλί - page 12

24 | ΓΙΈΡΖΙ ΚΟΖΊΝΣΚΙ
φάλι της και ψέλλιζε τις προσευχές της. Εγώ καθόμουν παραδίπλα
και σκεφτόμουν τους γονείς μου. Θυμόμουν τα παιχνίδια μου, με
τα οποία πιθανόν τώρα να έπαιζαν άλλα παιδιά. Το μεγάλο μαλ-
λιαρό αρκουδάκι μου με τα γυάλινα μάτια, το αεροπλάνο με τους
περιστρεφόμενους έλικες και τους επιβάτες που τα πρόσωπά τους
φαίνονταν από τα παράθυρα, το μικρό ευέλικτο ­τανκς και το πυρο-
σβεστικό όχημα με την τηλεσκοπική σκάλα.
Κι όσο πιο ξεκάθαρες και χειροπιαστές γίνονταν αυτές οι εικόνες,
τόσο πιο ζεστό άρχιζε να μου φαίνεται ξαφνικά το καλύβι της Μάρ-
τα. Έβλεπα τη μητέρα μου καθισμένη στο πιάνο. Άκουγα τα λόγια
από τα τραγούδια της. Θυμόμουν τον πανικό μου πριν από μια
εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας όταν ήμουν μόλις τεσσάρων χρονών,
το γυαλιστερό δάπεδο του νοσοκο­μείου, τη μάσκα που μου είχαν
βάλει οι γιατροί στο πρόσωπο και ότι δεν είχα προλάβει να μετρή-
σω έστω μέχρι το δέκα.
Μα αυτό το παρελθόν άρχιζε γρήγορα να φαντάζει εξίσου εξω-
πραγματικό με τα απίστευτα παραμύθια της ηλικιωμένης γκουβερ-
νάντας μου. Αναρωτιόμουν αν θα με ξανάβρισκαν ποτέ οι γονείς
μου. Γνώριζαν, άραγε, ότι δεν έπρεπε ποτέ να πίνουν ή να χαμο-
γελούν παρουσία ανθρώπων που είχαν το κακό μάτι και που μπο-
ρούσαν να μετρήσουν τα δόντια τους; Θυμόμουν το πλατύ αβίαστο
χαμόγελο του πατέρα μου και με πλημμύριζε ανησυχία· έδειχνε
τόσα δόντια που, έτσι και τα μετρούσε κανένα κακό μάτι, ο πατέρας
σίγουρα θα πέθαινε πολύ σύντομα.
Ένα πρωί που ξύπνησα, το καλύβι ήταν κρύο. Η φωτιά στη σόμπα
είχε σβήσει και η Μάρτα ήταν ακόμη καθισμένη καταμεσής στην
κάμαρα, με τις άπειρες φούστες της ανασηκωμένες και τα γυμνά
ποδάρια της βουτηγμένα σ’ έναν κουβά με νερό.
Έκανα να της μιλήσω, δεν μου απάντησε. Γαργάλησα το παγω-
μένο, άκαμπτο χέρι της, αλλά τα δάχτυλα με τους μεγάλους κόμπους
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11 13,14,15,16,17,18
Powered by FlippingBook