ΤΟ ΒΑΜΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ | 23
σε πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα. Μετά θυμιάτιζε με τον καπνό τους
όλο το δωμάτιο μουρμουρίζοντας διάφορα ξόρκια για να διώξει το
κακό.
Στο τέλος, ανακοίνωνε ότι τα μάγια είχαν λυθεί. Και μάλλον είχε
δίκιο, γιατί στην επόμενη φουρνιά το ψωμί έβγαινε πάντα καλό.
Η Μάρτα δεν υπέκυψε στην αρρώστια και στους πόνους της.
Έδινε εναντίον τους συνεχή μάχη επιστρατεύοντας όλη την πονηριά
της. Όταν άρχιζαν να τη βασανίζουν οι πόνοι, έπαιρνε ένα μεγάλο
κομμάτι ωμό κρέας, το ψιλόκοβε και το ’βαζε σ’ ένα πήλινο λαγήνι.
Έπειτα του έριχνε νερό βγαλμένο από το πηγάδι ακριβώς πριν ανα-
τείλει ο ήλιος. Ύστερα έκρυβε το λαγήνι σε μια γωνιά της καλύβας.
Αυτό, έλεγε, θα την ανακούφιζε από τους πόνους για μερικές μέρες,
ώσπου να χαλάσει το κρέας. Αργότερα όμως, όταν την ξανάπιαναν
οι πόνοι, επαναλάμβανε όλη αυτή την κοπιαστική διαδικασία.
Όταν ήμουν εγώ μπροστά, η Μάρτα δεν έπινε τίποτα και δεν
χαμογελούσε ποτέ. Πίστευε ότι, αν το έκανε, θα μου έδινε την ευ-
καιρία να μετρήσω τα δόντια της και φοβόταν πως κάθε δόντι που
θα μετρούσα θα ισοδυναμούσε με ένα χρόνο λιγότερο από τη ζωή
της. Η αλήθεια είναι ότι δεν της απόμεναν και πολλά δόντια. Κατα-
λάβαινα όμως ότι στην ηλικία της κάθε χρόνος ήταν εξαιρετικά
πολύτιμος.
Προσπαθούσα να πίνω και να τρώω χωρίς να δείχνω τα δόντια
μου κι έκανα εξάσκηση για να μάθω να χαμογελώ δίχως ν’ ανοίγω
το στόμα μου, παρατηρώντας το είδωλό μου στον μαυρογάλαζο
καθρέφτη του πηγαδιού.
Η Μάρτα μού απαγόρευε να σηκώσω έστω και μία τρίχα από
τα μαλλιά της που έπεφτε στο πάτωμα. Ήταν πασίγνωστο ότι, έτσι
και την εντόπιζε κανένα κακό μάτι, ακόμα και μία τρίχα μπορούσε
να σου προκαλέσει σοβαρό πρόβλημα στο λαιμό.
Τα βράδια η Μάρτα καθόταν πλάι στη σόμπα, κουνούσε το κε-