Το βαμμένο πουλί - page 10

22 | ΓΙΈΡΖΙ ΚΟΖΊΝΣΚΙ
στείλει εκεί μια αρρώστια που θα αφάνιζε ακόμα ένα πλάσμα και
θα έθετε έτσι τέρμα στην προσωρινή παρουσία της πάνω στη γη.
Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί η Μάρτα δεν άλλαζε το δέρμα
της σαν το φίδι, για να ξαναρχίσει μια καινούργια ζωή.
Όταν της το πρότεινα, έγινε έξω φρενών κι άρχισε να με βρίζει
και να με κατηγορεί ότι ήμουν βλάσφημος, μούλικο γυφτόπουλο
και φάρα του Διαβόλου. Η αρρώστια, έλεγε, έρχεται και θρονιάζε-
ται στον άνθρωπο εκεί που δεν την περιμένει. Μπορεί να κάθεται
πίσω σου σ’ ένα κάρο, να πηδήξει στην πλάτη σου εκεί που σκύβεις
να μαζέψεις μούρα στο δάσος ή να σκαρφαλώσει μέσα από το
νερό την ώρα που διασχίζεις το ποτάμι με μια βάρκα. Η αρρώστια
τρυπώνει αθέατη στο σώμα, με πονηριά, από τον αέρα, το νερό ή
την επαφή με κάποιο ζώο ή κάποιον άνθρωπο ή ακόμα –κι εδώ
μου έριχνε μια ματιά όλο υποψία– από δυο μαύρα μάτια που ζώνουν
μια γερακίσια μύτη. Αυτά τα μάτια, μάτια Τσιγγάνου ή μάγισσας
όπως τα λένε, μπορεί να σου φέρουν βαριά αρρώστια, πανούκλα
ή θάνατο. Κι αυτός ήταν ο λόγος που μου απαγόρευε να κοιτάζω
κατάματα την ίδια ή κι αυτά ακόμα τα ζώα του σπιτιού. Με είχε
ορμηνέψει να φτύνω γρήγορα τρεις φορές και να κάνω το σταυρό
μου, έτσι και τύχαινε ποτέ να πέσει το βλέμμα μου στα μάτια κάποιου
ζώου ή τα δικά της.
Γινόταν συνήθως έξαλλη έτσι και ξίνιζε το προζύμι που ανάπια-
νε για να ζυμώσει. Με κατηγορούσε ότι είχα κάνει μάγια και μου
’λεγε πως για τιμωρία θα μ’ άφηνε δυο μέρες χωρίς ψωμί. Στην
προσπάθειά μου να ευχαριστήσω τη Μάρτα και να μην την κοιτάζω
στα μάτια, τριγύριζα στο καλύβι με τα μάτια κλειστά, σκόνταφτα σε
έπιπλα κι αναποδογύριζα κάδους, ενώ έξω τσαλαπατούσα τα παρ-
τέρια με τα λουλούδια κι έπεφτα πάνω σε οτιδήποτε βρισκόταν στο
δρόμο μου σαν νυχτοπεταλούδα τυφλωμένη από ξαφνικό φως. Στο
μεταξύ, η Μάρτα μάζευε αποκάτω χνούδια χήνας και τα σκορπού-
1,2,3,4,5,6,7,8,9 11,12,13,14,15,16,17,18
Powered by FlippingBook