15
Σ Τ Α Π Ε Ρ Α Τ Α Τ Η Σ Α Ν Τ Ο Χ Η Σ
που ήταν κάτω απ’ τον τούρκικο ζυγό, η πόλη με τα πολλά
νερά έχαιρε προνομίων και είχε καταφέρει να αναπτυχθεί
οικονομικά: το κρασί της ήταν ανέκαθεν ξακουστό · τα ασή
μια και οι πάλες, τα κυρτά σπαθιά, όπως και τα πρωτοπο
ριακά καριοφίλια με τη μακριά κάννη ήταν περίφημα · επίσης
φημισμένες ήταν οι πετσέτες, τα προσόψια, που παρήγαγαν
βιοτεχνίες, και τα σαγιάκια, οι μάλλινες κάπες. Το ολοκαύ
τωμα του 1822 την ερήμωσε, αλλά ύστερα από μερικές δε
καετίες αναγεννήθηκε απ’ τις στάχτες της και μετά το 1874
άνθισε και πάλι και έφτασε να τη λένε «Μάντσεστερ των
Βαλκανίων».
Ο πατέρας και ο παππούς στην οικογένεια Μακρή ένα
πράγμα είχαν μάθει να κάνουν – κρασί, που οι έμποροι το
αγόραζαν για να το πάνε σε άλλους τόπους. Αυτό έμαθαν
και τα δυο αδέρφια, το φημισμένο ξινόμαυρο κρασί Νιάου
στας, που «το κουβαλάς με το μαντίλι». Μα οι δουλειές δεν
πήγαιναν καλά, τι να βγάλουν από δυο μικρά αμπέλια; Μό
λις που κάλυπτε η οικογένεια τα έξοδά της κάθε χρόνο. Και
να ’ταν μόνο αυτό, αισθάνονταν ανασφάλεια στον τόπο τους.
Η Μακεδονία, όπως και άλλα μέρη της Βόρειας Ελλάδας,
δεν είχαν ελευθερωθεί ακόμη. Οι Βούλγαροι, στην προσπά
θεια να εκβουλγαρίσουν τους κατοίκους της Μακεδονίας,
έκαναν επιδρομές, λεηλατούσαν, έσφαζαν, έκαιγαν σπίτια,
άρπαζαν κοπάδια, κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, ρήμαζαν
τον τόπο.
Παρ’ όλη την οικονομική ανάπτυξη, ο πολύς ο κόσμος
δεν είχε παράδες, αντίθετα με τους ολίγους, τους πλούσιους