14
Χ Ρ Ι Σ Τ Ι Ν Α Ρ Ο Υ Σ Σ Ο Υ
Εκείνη τη στιγμή, το βραδινό καρακόλι
*
από τέσσερις
ζαπτιέδες πέρασε για να ελέγξει τη συγκέντρωση, αν και απ’
τους απογευματινούς είχαν μάθει για το γλέντι του Μακρή.
Κεράστηκαν ρακί, πήραν από ένα κομμάτι πίτα και ευχήθη
καν. Μόλις είδαν τον Οσμάν αγά με τους δυο γιους του να
πλησιάζουν, στάθηκαν να τον χαιρετήσουν με σεβασμό και
ξαναβγήκαν στο καλντερίμι, να συνεχίσουν την περιπολία.
Το γλέντι καλά κρατούσε και οι ευχές δεν σταμάτησαν
λεπτό. «Καλό δρόμο», «καλή προκοπή», «άντε με το καλό να
γυρίσετε πίσω με παράδες». Και δώσ’ του η Λισαβούδα να
σκουπίζει τα μάτια, και ο Γιώργης να κατεβάζει μεμιάς το
κρασί απ’ το ποτήρι. Τα δυο αδέρφια, ο Αχιλλέας και ο Νί
κος, δέχονταν τις ευχές και τα χέρια που τους άρπαζαν να
τους μπάσουν στον χορό. Κι όταν ένας απ’ τους δυο χόρευε
πρώτος, η μάνα σταματούσε το τρεχαλητό, στεκόταν να
καμαρώσει το παιδί και να μουρμουρίσει για τη συμφορά που
τους είχε βρει.
«Αχ! Το κακό που δα μι φύγουν δα μας φέρει το καλό!
Γένονται αυτά; Από κακό να δεις καλό;»
**
Ό,τι και να έλεγε, η μεγάλη απόφαση είχε παρθεί.
Η ζωή στην υποδουλωμένηΝιάουστα –Αγκουστό την έλεγαν
οι Τουρκαλάδες μα ποτέ οι Έλληνες– ήταν δύσκολη για
όσους δεν ανήκαν στις εύπορες τάξεις της πόλης. Παρόλο
* Ομάδα περιπολίας των Τούρκων χωροφυλάκων.
** Στο τοπικό ιδίωμα το δα αντιστοιχεί στο θα.