20
Χ Ρ Ι Σ Τ Ι Ν Α Ρ Ο Υ Σ Σ Ο Υ
«Μη γυρίσεις το κεφάλι πίσω. Θα τα καταφέρουμε. Εί
μαστε δυο, μαζί». Κι αυτός με δυσκολία κράτησε τόσο στα
θερή τη φωνή του. Το σπαραχτικό κλάμα της μάνας τους
μαστίγωνε τις αντοχές του. Ήθελε να δώσει ένα σάλτο και
να κατέβει απ’ την καρότσα. Είχε μαζέψει πολλά η ψυχή
του. Η αγωνία για το μεγάλο ταξίδι σαν πυρωμένο σίδερο
τρύπωνε και τον έκαιγε. Τα τελευταία βράδια ο ύπνος δεν
τον έπαιρνε. Καθόταν μέσα στο σκοτάδι, συλλογιζόταν τη
μάνα, τον πατέρα, τη Λέγκω, τη φτώχεια, τ’ αμπέλι που
πουλήθηκε, τον τρύγο, και λύγιζε.
Κοίταξε τον αδερφό του, που είχε κλείσει τα μάτια.
«Άνοιξέ τα και κοίτα μπροστά» τον πρόσταξε σχεδόν
άγρια και στύλωσε τα δικά του ευθεία.
Το κάρο, με οδηγό τον αμίλητο πατέρα, κατέβαινε τα
κατηφορικά πέτρινα καλντερίμια και τα αδέρφια ρουφούσαν
την εικόνα της πόλης, που δεν ήξεραν πότε θα την ξανάβλε
παν. Πέρασαν απ’ την πέτρινη γέφυρα και η αχνάδα του
ορμητικού νερού από κάτω τούς δρόσισε τα πρόσωπα. Τα
δεκάδες μπατάνια και οι μύλοι, στις όχθες δεξιά και αριστε
ρά του, είχαν αρχίσει να βογκάνε.
Άκουσαν τις σειρήνες των εργοστασίων και σκέφτηκαν ότι
ήταν έξι παρά τέταρτο. Κάθε τόσο, από τις ξύλινες πόρτες
των σπιτιών, έβγαιναν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Πιλαλού
σαν για να μπουν στα εργοστάσια και να πιάσουν δουλειά. Ο
ήχος απ’ τα εκατοντάδες πατήματα των ξύλινων τσόκαρων
πάνω στην πέτρα έφτανε να γίνεται θόρυβος. Τα δυο αδέρφια
απάντησαν σε βιαστικές καλημέρες και ευχές από γνωστούς.