Στα πέρατα της αντοχής - page 13

19
Σ Τ Α Π Ε Ρ Α Τ Α Τ Η Σ Α Ν Τ Ο Χ Η Σ
αδέρφια έξω στο καλντερίμι που περίμενε το κάρο. Στο κα­
τώφλι, στάθηκαν μπροστά στη μάνα. Αυτή τους σταύρωσε,
και έδωσε το χέρι της να το φιλήσουν. Οξύς πόνος έγινε η
ανάγκη να αρπάξει τα σπλάχνα της στην αγκαλιά της, να τα
σφίξει με όλη της τη δύναμη, να χορτάσει τη μυρουδιά τους.
Δίπλα, ο άντρας της την αγριοκοίταξε. Κράτησε λίγο παρα­
πάνω, όσο πρόφτασε, τα χέρια τους, πριν τα δώσουν στον
πατέρα. Αυτός σοβαρός τα κράτησε, τους άφησε να φιλή­
σουν το δικό του κι έπειτα σκαρφάλωσαν στην καρότσα.
Ανέβηκε μπροστά ο Γιώργης και πρόσταξε με τα χαλινάρια
το γέρικο άλογο να ξεκινήσει.
«Μη γυρίσετε πίσω τα κεφάλια, είναι γρουσουζιά» ορμή­
νεψε τους γιους του.
Η μουσική σταμάτησε και επικράτησε απόλυτη σιγή. Η
Λισαβούδα, με χείλη άσπρα απ’ το σφίξιμο, κρατώντας μια
κανάτα νερό, άρχισε με το δεξί χέρι να σταυρώνει τα παιδιά
της και μετά έριξε το νερό στο κατηφορικό καλντερίμι.
«Να είναι καθαροί οι δρόμοι σας για να ξαναγυρίσιτι, χου­
ρίς ιμπόδια» κατόρθωσε να πει πριν την πιάσουν τα κλάματα.
Τα δυο αδέρφια κοιτάχτηκαν στα μάτια. Ο μικρότερος,
ο Νίκος, έφερε το πρόσωπο κοντά στου Αχιλλέα.
«Λες να ξαναδούμε τη μάνα;…Κλαίει…Θέλω να τη δω
ακόμα μια φορά…» ψιθύρισε, με φωνή που ακούστηκε πε­
ρισσότερο σαν λυγμός.
Ο μεγάλος αδερφός έριξε πρώτα μια ματιά να σιγουρευ­
τεί ότι ο πατέρας δεν τους άκουγε και έπιασε το χέρι του
Νίκου με δύναμη.
1...,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12 14,15,16,17,18
Powered by FlippingBook