9
Α
θήνα
, Ν
οέμβριος
1946
Τυχαία συνάντηση
O
Αντώνης συνήθιζε να πηγαίνει με τα πόδια στου Γουδή,
ειδικά όταν έβρεχε.
Η υγρασία και η μυρωδιά της νοτισμένης γης τού ξυπνού
σαν αναμνήσεις απ’ τους τόπους που είχε ζήσει, χρόνια πί
σω. Εκείνη όμως τη μέρα, στα μισά, οι ρυθμικές ψιχάλες
εξελίχτηκαν σε νεροποντή. Μέχρι να φτάσει στη σχολή,
είχε γίνει μούσκεμα. Καθώς άνοιγε την πύλη, σκεφτόταν ότι
έπρεπε να πάρει τηλέφωνο στο σπίτι, να του στείλουν κάλ
τσες και παπούτσια με τον οδηγό του. Δεν πρόσεξε τα νερά
που λίμναζαν, και πριν το καταλάβει, βρέθηκε φαρδύς πλα
τύς κάτω. Αιφνιδιασμένος απ’ την πτώση για δευτερόλεπτα
έμεινε ακίνητος. Έκανε να σηκωθεί, ψάχνοντας ταυτόχρο
να το σώμα του για τυχόν χτυπήματα. Ένας νεαρός έτρεξε
να τον βοηθήσει, ακολούθησαν κι άλλοι. Καθώς γύρισε το
κεφάλι για να ευχαριστήσει όσους προθυμοποιήθηκαν, έμει
νε έκπληκτος. Τα μάτια του καρφώθηκαν σ’ αυτόν που είχε
δίπλα του και ξέχασε τους υπόλοιπους και τι ήθελε να πει.
Ο νεαρός αισθάνθηκε άβολα κάτω απ’ το επίμονο βλέμ
μα. Σκέφτηκε μήπως έκανε λάθος, μήπως δεν προοριζόταν
για κείνον η ματιά, και μηχανικά κοίταξε δεξιά αριστερά.
Αφού σιγουρεύτηκε ότι ήταν γι’ αυτόν, περιορίστηκε να πει: