Στα πέρατα της αντοχής - page 11

17
Σ Τ Α Π Ε Ρ Α Τ Α Τ Η Σ Α Ν Τ Ο Χ Η Σ
βούδα νόμιζε ότι της σταμάτησαν τα μηνιάτικα. Την αγα­
πούσαν και είχαν στον νου τους τ’ αδέρφια το σουγκάρι τους,
το στερνοπαίδι τους. Έταξαν στον πατέρα ότι με το πρώτο
κομπόδεμα που θα αποκτούσαν θα της έκαναν την προίκα.
«Έξι χρονών είναι. Σε εννιά δέκα χρόνια δα έχουμε έτοι­
μη την προίκα της βουνιάς, Λισαβούδα. Το είπαν τα πιντιά.
Ας φύγουν να γλιτώσουν απ’ τους πολέμους τουλάχιστον»
παρηγορούσε τη γυναίκα του ο Γιώργης, που απ’ όταν γεν­
νήθηκε η κόρη του ούτε μια φορά δεν τη φώναξε με τ’ όνομά
της. Βουνιά την ανέβαζε, βουνιά την κατέβαζε, όπως και οι
περισσότεροι πατεράδες τις κόρες τους εκείνη την εποχή.
Είχε δύο παιδιά ευτυχώς και μια βουνιά δυστυχώς γι’ αυτόν.
ΟΟσμάν αγάς, πριν αποχωρήσει απ’ το γλέντι, πήρε παρα­
κεί τον Γιώργη.
«Θέλω να μ’ επιτρέψεις να σε δώκω ένα δώρο για τα πι­
ντιά. Είκοσι χρυσές για το ταξίδι» και έβαλε το χέρι στην
τσέπη. Ο Γιώργης με μια κίνηση τον σταμάτησε.
«Οσμάν, ξέρω ότι τα αγαπάς τα πιντιά μου, αλλά δεν δα
τις πάρω. Φτάνει το σάμαλι».
Κοιτάχτηκαν οι δυο άντρες και συνεννοήθηκαν με τα μά­
τια. Δεν παρεξήγησε την άρνηση ο Οσμάν. Ήξερε καλά τον
Γιώργη. Μαζί μεγάλωσαν, σχεδόν σαν αδέρφια. Πολλές
φορές έτρωγαν παρέα, πότε στο σπίτι του ενός πότε στου
άλλου. Υπήρχε όμως απαράβατος νόμος τιμής για τουςΝαου­
σαίους: «Δα τους κεράσουμε δα μας κεράσουν, αμά παράδες
αδούλευτους από Τούρκο δεν παίρνουμε ποτέ».
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10 12,13,14,15,16,17,18
Powered by FlippingBook