18
Χ Ρ Ι Σ Τ Ι Ν Α Ρ Ο Υ Σ Σ Ο Υ
Το γλέντι του αποχωρισμού κράτησε μέχρι τα χαράματα.
Ο Γιώργης, ζαλισμένος απ’ την πίκρα και το κρασί, πρόστα
ξε τα όργανα να παίξουν το στερνό τραγούδι.
«Άιντε, μαρή Λισαβούδα, άιντε να ακούσουν τα πιντιά τη
φωνή σου πριν μας αφήκουν».
Ο ζουρνάς ξεκίνησε να κελαηδάει τον πόνο, και η γυναί
κα στάθηκε στη μέση της αυλής ρίχνοντας τα μάτια καταγής.
Τραγουδιστό το παράπονο βγήκε απ’ τα χείλη της, σκόρπι
σε και ακούμπησε στις ψυχές όλων, χώθηκε μέχρι και στων
ανδρών των σκληροτράχηλων.
Άστρια μου χαμπηλώσατε, σύννιφα κατιβήτι,
να ιδήτι τουν ξιχουρισμό κι πάλι ν’ ανιβήτι.
Χουρίζει η μάνα του πιδί και του πιδί τη μάνα.
Στουν τόπου που χουρίζουνταν χουρτάρι δε φυτρώνει.
Τα έρημα τα ξένα ν’ ανάψουν να καγούν,
πάνουν τα παλικάρια κι ουπίσου δε γυρνούν.
Αέρας τα κουνάει τα πλατανόφυλλα,
Θεός να τα φυλάει τα Ελληνόπουλα.
Σαν τέλεψε, σήκωσε τα μάτια και τ’ άφησε υγρά να χαϊ
δέψουν τα παλικάρια της. Την ευλαβική σιωπή διέκοψε το
νταούλι που χτύπησε πέντε φορές, μια για κάθε εκατό χρό
νια σκλαβιάς και οι οργανοπαίχτες ξεκίνησαν να παίζουν
πατινάδα
*
. Όλοι οι παρευρισκόμενοι συνόδεψαν τα δυο
* Σκοπός αργός, που τον χορεύουν σαν να περπατάνε ρυθμικά, ση
κώνοντας εναλλάξ μια το ένα χέρι μια το άλλο.