Ν
άουσα
, Ι
ούνιος
1896
Ο αποχαιρετισμός
Σ
την αυλή του Γιώργη Μακρή είχαν μαζευτεί συγγενείς
και γείτονες για τον αποχαιρετισμό. Ένα μεγάλο βαέ
νι γεμάτο ξινόμαυρο κρασί απ’ την περσινή χρονιά είχε
τοποθετηθεί σε μια μεριά, και οι γυναίκες πηγαινοέρχονταν
με τους δίσκους γεμάτους πίτες και σιροπιαστές κολοκυ
θένιες κόρες. Τους σκοπούς απ’ το βιολί, το σαντούρι και
τον νταϊρέ συνόδευαν οι ήχοι των ποτηριών που τσούγκρι
ζαν και οι ευχές που έβγαιναν απ’ τα στόματα. Στο γλέντι
μπήκε ο ζουρνατζής και το νταούλι. Ναουσαίοι απ’ άλλους
μαχαλάδες που άκουσαν τα όργανα να παίζουν κατέφθασαν
στο σπίτι του Μακρή. Ο κόσμος είχε πλημμυρίσει την αυ
λή και έφτανε μέχρι έξω, στο πετρόστρωτο καλντερίμι.
Απ’ το δίπλα σπίτι η δούλα έφερε δυο μεγάλα ταψιά με
σάμαλι.
«Κέρασμα απ’ τον αφέντη μου για το καλό» είπε στη Λι
σαβούδα.
Ο Γιώργης πρόσταξε τα όργανα να παίξουν τον σκοπό
που ήξερε ότι άρεσε στον γείτονά του και πριν ξεκινήσουν
φώναξε:
«Οσμάν αγά, κόπιασε να σε φιλέψω».