16
Χ Ρ Ι Σ Τ Ι Ν Α Ρ Ο Υ Σ Σ Ο Υ
βιομηχάνους και τσιφλικάδες της περιοχής. Ήθα δούλευαν
εργάτες στα εργοστάσια ή για λογαριασμό των μεγάλων γαιο
κτημόνων. Και όσοι απ’ αυτούς είχαν χωράφια ήταν μικρά,
οπότε μικρή και η παραγωγή των καρπών. Οι έμποροι συχνά
τους κορόιδευαν ή τους άφηναν απλήρωτους, και οι φόροι
στους κατακτητές τους γονάτιζαν. Και πόσες φορές να ση
κώσουν κεφάλι από τη ζημιά; Την προηγούμενη χρονιά είχε
πέσει και αρρώστια στ’ αμπέλια, φυλλοξήρα.
Έτσι ο Αχιλλέας με τον αδερφό του τον Νίκο, επηρεα
σμένοι από τα γράμματα του ξαδέρφου τους ΣτάθηΜακρή,
που τέσσερα χρόνια πριν είχε μεταναστεύσει στην Αμερική,
πήραν την απόφαση. Ο πατέρας, αφού πρώτα έδωσε τη
συγκατάθεσή του, με πόνο ψυχής πούλησε το ένα απ’ τα δύο
αμπέλια και τους εξασφάλισε τα λεφτά για το μεγάλο ταξίδι.
«Ντέφι να γένει, ας πάει και το παλιάμπελο, αν είναι να
κάνουν προκοπή τα πιντιά μου, δεν με νοιάζει τι δα πει ο
κόσμος. Δα πάω να δουλέψω στονΜπουτάρη που οι δουλειές
του έχουν μεγαλώσει και με ζήτηξε. Και κει κρασί δαφτιάχνω».
Πουλήθηκε γρήγορα το αμπέλι και στο σπίτι έπεσε με
γάλο πένθος. ΗΛισαβούδα μέρα νύχτα βαλάντωνε στο κλά
μα που θα της έφευγαν τα παιδιά, που δεν θα γλίτωναν απ’
το «ου» του κόσμου και θα έμπαιναν στα στόματά τους.
«Λέλε, ταξιράτι που μας βρήκεν! Χάνουμε τα πιντιά, χά
σαμε του αμπέλι, δα μας μείνει και στου ράφι το κορίτσι
χουρίς προίκα, δα μας κουτσομπολεύει κι όλη η Νιάουστα
για του χάλι μας. Αχ! Πώς δα βγω, μπρε, στην εκκλησιά;»
Η αδερφή τους είχε γεννηθεί στα ξαφνικά, όταν η Λισα