[ 15 ]
φλόγες να καλύπτουν το καπό και ν’ απλώνονται στα μισά πλαϊνά
της καρότσας, κιτσαρισμένο. Μαύρα γράμματα με σμάλτο πάνω
από τους πίσω τροχούς επαίρονταν ότι είναι το «Όχημα Γαμάουα».
Έβγαλα το αντικλείδι και άνοιξα. Το εσωτερικό ήταν εξίσου εξωτι
κό: χνουδάτα μαυρόασπρα ζεμπρέ ντύματα στα καθίσματα, ροζ
ζάρια από βελβετίνα να κρέμονται στον καθρέφτη, κι ένα γούνινο
κάλυμμα στο γκάζι με σχήμα γυμνής πατούσας. Τα λιλιά αυτά θα
πρέπει να είχαν κοστίσει στον γερο-Λίοτις μια περιουσία.
Ακόμη γελούσα όταν άκουσα το σούρσιμο ενός βήματος στ’
αριστερά μου, κοντά στο πίσω μέρος του γκαράζ. Γύρισα και είδα
έναν μαύρο σχεδόν μεγαλόσωμο όσο εγώ να έρχεται με μεγάλες
δρασκελιές προς το μέρος μου. Δεν είχα χρόνο ν’ αποφύγω μιαν
αναμέτρηση. Σαν έφτασε κοντά τρία μέτρα από μένα, ούρλιαξε
«Παλιογαμιόλη» και μου χύμηξε. Ήμουν στο διάδρομο τώρα, και
πριν μ’ αγγίξει τραβήχτηκα στο πλάι και τον έκανα να σωριαστεί με
μια κλοτσιά στο γόνατο. Καθώς πάλευε να σηκωθεί στα πόδια του,
τον κλότσησα μια στο πρόσωπο, μια στον αυχένα, μια στο βουβώ
να. Βόγκαγε κι έφτυνε δόντια.
Τον έσυρα πιο κει, ανάμεσα σε δυο αμάξια στο πίσω μέρος του
γκαράζ και τον ψαχούλεψα να δω αν είχε όπλα. Τίποτα. Τον άφησα,
μπήκα μες στο άρμα του και βγήκα στη Μαριπόζα. O Ίρβιν στεκό
ταν ακόμη εκεί, πλάι στο αμάξι του, σάμπως να μην είχε συμβεί τί
ποτε. «Πήγε να μου την κάνει και τον έκανα αλοιφή. Δίνε του τώρα.
Αύριο, ίδια ώρα, σ’ εμένα. Δεν άκουσες τι είπα;» ούρλιαξα. Το σανί
δωσα και τα λάστιχα πήραν φωτιά.
Κοίταξα στον καθρέφτη με τη γούνινη μπορντούρα. O Ίρβιν μό
λις έκανε να μπει στο αμάξι του. Φαινόταν να τρέμει. Ευχήθηκα να
μην με παρατήσει.