[ 13 ]
όσα κι αν τις χωρίζουν, έχουν βγάλει τους μεγαλύτερους μουσι
κούς στην ιστορία. Πάτησε το κλάξον, κούμπωσα τη θήκη του πι
στολιού μου και βγήκα.
Σαν μπήκα στο αμάξι, ο Ίρβιν μού έδωσε ένα μεγάλο κύπελλο
Winchell, σκέτο, κι ένα σακουλάκι με ντόνατς. Τον ευχαρίστησα και
τράβηξα μια γερή δαγκωνιά. «Πρώτα η δουλειά» είπα. «Έχουμε
έντεκα παραβάτες. Κυρίως στο Nότιο Kεντρικό Λος Άντζελες και
στο Ιστ Βάλεϊ. Έχω τα χαρτιά από την εφορία, για όλους τους. Είναι
όλοι εργαζόμενοι. Πιστεύω ότι μπορούμε να χτυπάμε έναν την
ημέρα, νωρίς το πρωί, στα σπίτια τους. Πρέπει να δουλεύεις στην
ώρα σου. Ό,τι δεν θα μπορούμε ν’ αρπάζουμε επιτόπου, θα το ανα
λαμβάνω εγώ προσωπικά. Το μερίδιό σου φτάνει τα τριακόσια
εβδομήντα έξι δολάρια και είκοσι σεντς, πληρωτέα την επόμενη
φορά που θα δω τον Καλ. Σήμερα θα επισκεφτούμε τον Λίοτις
ΜακΚάρβερ, στη Nότια Μαριπόζα, νούμερο 6318».
Καθώς ο Ίρβιν έστριψε την παλιά Μπιούικ του στη δημοσιά του
Χόλιγουντ προς τα νότια, τον έπιασα να με κοιτάζει με την άκρη του
ματιού του και κατάλαβα ότι θέλει κάτι σοβαρό να μου πει. Είχα δί
κιο. «Ταπας καλά, Φριτς;» ρώτησε. «Σε πιάνει ύπνος; Τρως κανονικά;»
Απάντησα κάπως κοφτά: «Nιώθω καλύτερα γενικά, ο ύπνος πάει
κι έρχεται και τρώω σαν βόδι ή καθόλου».
«Πόσος καιρός πάει; Oχτώ, εννιά μήνες;»
«Εννέα μήνες και έξι ημέρες, ακριβώς. Και νιώθω περίφημα. Και
ας αλλάξουμε τώρα θέμα, σε παρακαλώ». Δεν μ’ άρεσε καθόλου να
αποπαίρνω τον Ίρβιν, αλλά αισθάνομαι πιο άνετα με ανθρώπους
που μιλάνε με υπεκφυγές.
Ξεκόψαμε από τη δημοσιά γύρω στη Βερμόντ και Μάντσεστερ
και τραβήξαμε δυτικά, προς το σπίτι της Μαριπόζα. Κοίταξα την