[ 23 ]
αδερφός δεν λέει να πεθάνει και τα µικρότερα αδέρφια µου
δεν φαίνεται να κάνουν και τίποτ’άλλο».
«Χάρι!» ξεφώνισε οΧόλγουορντ σµίγοντας ταφρύδια του.
«Αγαπητέ µου, αστειεύοµαι εν µέρει. Παρ’ όλα αυτά, δεν
γίνεται να µην αντιπαθώ τους συγγενείς µου. Η αντιπάθεια,
υποθέτω, πηγάζει από το γεγονός ότι κανείς µας δεν αντέχει
τους άλλους όταν βλέπει ότι έχουν τα ίδια ελαττώµατα µε τα
δικά του. Κατανοώαπολύτως την οργή των άγγλων δηµοκρα
τώνγιατηδιαφθοράτηςαριστοκρατίας, όπως τηναποκαλούν.
Οι µάζες πιστεύουν πως το µεθύσι, η βλακεία και η ανηθικό
τητα είναι αποκλειστικά δικό τους προνόµιο, κι όταν κάποιος
της δικής µας τάξης φερθεί σαν γάιδαρος, αισθάνονται ότι
κυνηγάει στα δικά τους ληµέρια. Όταν ο έρηµος ο Σάουθγου
ορκ έµπλεξε µε τοΔικαστήριο τωνΔιαζυγίων
3
, ηαγανάκτησή
τους ήταν κάτι το εκπληκτικό. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι
ούτε ένα δέκα τοις εκατό του προλεταριάτου δεν ζει καθώς
πρέπει».
«Δενσυµφωνώµε τίποτεαπ’όσαείπες, Χάρι, και −τοσπου
δαιότερο− είµαι σίγουρος ότι δεν συµφωνείς ούτε κι εσύ».
Ο λόρδος Χένρι χάιδεψε το µυτερό καστανό γενάκι του
και χτύπησε τηµύτη της λουστρινένιας µπότας του µε το εβέ
νινο µπαστούνι του. «Πόσο Εγγλέζος είσαι, Μπάζιλ! Είναι η
δεύτερη φορά που κάνεις την ίδια παρατήρηση. Έτσι και εκ
θέσει κανείς µια ιδέα σ’έναν αληθινό Εγγλέζο −πράξη απερί
σκεπτη, έτσι κι αλλιώς−, αυτός ούτε που θα το διανοηθεί να