13
O I Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Σ Σ Τ Η Ν Π Α Ρ Α Λ Ι Α
Κάθισε αργά αργά, νιώθοντας το κεφάλι της έτοιμο να σπά
σει. Η θάλασσα πηγαινοερχόταν, καταβρέχοντάς τη με τα μαύ
ρα της κύματα. Ένα σμήνος γλάροι κοιμόντουσαν σε μια λιμνού
λα από νερά που είχε αφήσει η παλίρροια. Πέρα απ’ αυτούς η
παραλία ήταν έρημη.
Έκλεισε τα μάτια και τα ξανάνοιξε, προσπαθώντας να κα
ταλάβει τι είχε συμβεί. Γύρω της επικρατούσε η απόλυτη ερημιά.
Εκείνος είχε εξαφανιστεί.
Το λευκό κάπρι ήταν λερωμένο, ενώ το μπλουζάκι με τα
στρας και η ζακέτα που φορούσε δεν αρκούσαν για να μην κρυώ
νει. Ο άνεμος τα διαπερνούσε. Επίσης, το στόμα της ήταν κατά
ξερο σαν έρημος και γεμάτο άμμο. Έφτυσε και ξερόβηξε προ
σπαθώντας να βγάλει την άμμο με το χέρι της, αλλά οι κόκκοι
είχαν κολλήσει κάτω από τη γλώσσα της, βαθιά στο λαρύγγι της.
Θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένα μεγάλο μπουκάλι νερό για να
την ξεπλύνει. Η τσάντα!
Η Τερέσε έσκαψε με τα χέρια γύρω της. Δυσκολευόταν να
δει μες στο μισοσκόταδο, μια γκρίζα μαυρίλα που κάθε τόσο
φωτιζόταν από τις ξαφνικές λάμψεις του φάρου. Το φως την
πονούσε στα μάτια. Ήξερε ότι ο φάρος βρισκόταν σ’ ένα νησί,
στο Isla de las Palomas, το Νησί των Περιστεριών. Ήταν στρατιω
τική ζώνη, απαγορευμένη για τους τουρίστες. Ένας δρόμος οδη
γούσε εκεί, αλλά υπήρχαν ενημερωτικές πινακίδες έξω από τις
πύλες. Τα κύματα έσκαγαν δυνατά στα βράχια σ’ εκείνο το
σημείο σηκώνοντας αφρούς.
Εκείνη τη στιγμή πρόσεξε την τσάντα της κι η καρδιά της
σταμάτησε. Ήταν μισοθαμμένη στην άμμο, όχι μακριά από το
βαθούλωμα όπου είχε ξυπνήσει με το κεφάλι μες στην άμμο. Την
τράβηξε βιαστικά κοντά της. Όλα ήταν μέσα: το πορτοφόλι, το
κλειδί του ξενοδοχείου, το κινητό και το νεσεσέρ με τα καλλυ
ντικά, ακόμα και η μασκότ της, το τυχερό της βατραχάκι, που
ήταν περασμένο σ’ ένα πορτκλέ. Ακόμα και το μπουκάλι νερό
ήταν ακόμη μέσα, δόξα σοι ο Θεός. Σχεδόν πάντα κουβαλούσε