Οι γυναίκες στην παραλία - page 3

8
T O V E A L S T E R D A L
καμπίνας. Η γυναίκα δεν καταλάβαινε γιατί υπήρχε τέτοιο χα­
λάκι σε μια ψαρόβαρκα· ήταν κόκκινο και είχε όμορφα σχέδια.
Θα έπρεπε να στολίζει το πέτρινο πάτωμα ενός ωραίου δωμα­
τίου. Αν είχαν τέτοια χαλιά στις ψαρόβαρκές τους, σκέφτηκε
καθώς το ξετύλιγε και ξάπλωνε πάνω του για να περιμένει,
άραγε τι θα είχαν στα σπίτια τους;
Ύστερα απ’ αυτό επικράτησε μεγαλύτερη ησυχία. Ο θόρυβος
σιδερικών που πετιούνταν στην άσφαλτο, οι φωνές των αντρών,
αυτοκίνητα που έπαιρναν μπρος και έφευγαν. Όταν έδυσε ο
ήλιος, τα σύννεφα πήραν ένα απαλό ροδαλό χρώμα, μέχρι που
όλα τα χρώματα εξαφανίστηκαν και ο ουρανός έγινε μαύρος και
βαρύς. Καθόλου φεγγάρι, καθόλου αστέρια, τίποτα που να της
κρατάει συντροφιά. Σαν σιωπηρή προσευχή, μια βεβαιότητα ότι
ο κόσμος παρέμενε ο ίδιος.
Αθόρυβα κατέβασε το πόμολο της μεταλλικής πόρτας. Η
μυρωδιά της θάλασσας και της βενζίνης εισχώρησε στα ρουθού­
νια της. Δρασκέλισε βιαστικά το ψηλό κατώφλι, έκλεισε την
πόρτα πίσω της και κουκούβισε στο κατάστρωμα της βάρκας.
Το σκοτάδι που περίμενε δεν είχε έρθει τελικά. Το λιμάνι
λουζόταν από το χρυσό φως των προβολέων, οι οποίοι ήταν
ψηλότεροι κι από καμπαναριά. Κάθισε εκεί που βρισκόταν σιω­
πηλά και αφουγκράστηκε. Το παλαμάρι έτριζε κάθε φορά που
κουνιόταν η βάρκα. Ακουγόταν ο θόρυβος μιας αλυσίδας, το
νερό που χτυπούσε απαλά στην προβλήτα. Κι έπειτα ο άνεμος…
Μονάχα οι ήχοι της νύχτας, που κοίταζαν τη δουλειά τους. Τί­
ποτ’ άλλο.
Έπιασε το παλαμάρι που έδενε τη βάρκα στην προβλήτα και
το τράβηξε αργά αργά για να έρθει πιο κοντά στην προκυμαία.
Η βάρκα χτύπησε μ’ έναν υπόκωφο γδούπο. Ένιωσε την άγρια
επιφάνεια της πέτρας στις παλάμες της. Στεριά. Με το καλό της
πόδι πήρε φόρα κι ανέβηκε στην προβλήτα. Έκανε μια τούμπα
και προσγειώθηκε μπρούμυτα στο απάγκιο μιας στοίβας από
τυλιγμένα δίχτυα. Κοίταξε πιο πέρα στην προβλήτα και πρόσε­
1,2 4,5,6,7,8,9,10,11,12,13,...14
Powered by FlippingBook