17
O I Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Σ Σ Τ Η Ν Π Α Ρ Α Λ Ι Α
ταν από τη θάλασσα δυνάμωνε. Περίμενε ο βράχος να είναι
σκληρός και κοφτερός, αλλά με το που ακούμπησε το πόδι της
στην πρώτη πέτρα για να σκαρφαλώσει την ένιωσε λεία και
μαλακιά να υποχωρεί κάτω από την πατούσα της.
Άφησε ένα ουρλιαχτό ορμώντας πάνω στα βράχια, με απο
τέλεσμα να χτυπήσει τον ώμο της. Σκαρφάλωσε πάνω στις πέ
τρες και αμέσως τράβηξε τα πόδια της έξω από το νερό. Έπειτα
έσκυψε μπροστά για να δει τι απαίσιο ψάρι είχε πατήσει. Το
κύμα αποτραβήχτηκε και η θάλασσα μάζεψε δύναμη για να
στείλει το επόμενο. Η Τερέσε κοίταξε προσεχτικά και ο πονο
κέφαλός της δυνάμωσε.
Δεν ήταν ψάρι. Από το νερό εξείχε ένα χέρι, το οποίο συνέχι
ζε και κάτω από την επιφάνεια του νερού αποκαλύπτοντας ένα
μπράτσο. Η Τερέσε έμεινε για πολλή ώρα να κοιτάζει το σημείο
όπου ο βραχίονας ενωνόταν με τον ώμο σχηματίζοντας ένα ολό
κληρο σώμα. Ένας άνθρωπος ήταν σφηνωμένος εκεί, ανάμεσα
στα βράχια! Ένας μαύρος!
Μόλις το συνειδητοποίησε άρχισε να κλαψουρίζει. Είχε πο
δοπατήσει ένα πτώμα! Είχε πατήσει πάνω στο στέρνο ή στην
κοιλιά του – δεν ήθελε να ξέρει πού ακριβώς. Άρχισε να ανεβαί
νει στα βράχια οπισθοχωρώντας, ρουφώντας τη μύτη της και
βγάζοντας άναρθρα κλαψουρίσματα, ενώ ταυτόχρονα έξυνε το
πόδι της δυνατά στις τραχιές πέτρες για ν’ αποτινάξει τη γλι
στερή, μαλακή αίσθηση από το πέλμα της.
Όμως της ήταν αδύνατο να μην ξανακοιτάξει. Ήταν ένας
άντρας. Τώρα τον έβλεπε καθαρά. Το δέρμα του ήταν μαύρο και
εντελώς λείο από το νερό. Σαν ψάρι, σαν χέλι, κάτι το γλοιώδες
που ζει στη θάλασσα. Ήταν τελείως γυμνός. Για μια στιγμή της
φάνηκε σαν να περπατούσε στον ώμο του κάποιο ζώο κι έσκυψε
μπροστά για να δει καλύτερα, παρότι δεν ήθελε. Το επόμενο
κύμα έσκασε στα βράχια και στο περιγιάλι, πιτσιλίζοντας το
πρόσωπό της πριν αποτραβηχτεί. Το νερό έκανε μπουρμπουλή
θρες γύρω από το σώμα, το οποίο έμοιαζε σαν να κουνιέται. Για