9
O I Γ Υ Ν Α Ι Κ Ε Σ Σ Τ Η Ν Π Α Ρ Α Λ Ι Α
ξε μια παρόμοια στοίβα από δίχτυα, η οποία από πάνω είχε ένα
χαλάκι σαν σκέπαστρο. Να σε τι τα χρησιμοποιούσαν τα χαλιά
οι ψαράδες, συλλογίστηκε. Για να προστατεύουν τα δίχτυα τους
από τη βροχή και τον αέρα, αλλά κι από ζώα που περνούσαν κι
έψαχναν υπολείμματα ψαριών.
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα, ή μπορεί να ’ταν και λεπτά.
Επικρατούσε απόλυτη ησυχία· μονάχα ο άνεμος ακουγόταν.
Κοίταζε το φως του φάρου που αναβόσβηνε.
Πήρε βαθιά ανάσα και έτρεξε σκυφτά μπροστά, παράλληλα
με την αποθήκη του λιμανιού, όσο πιο γρήγορα της επέτρεπε το
τραυματισμένο πόδι της. Ο ψαράς τής είχε σχεδιάσει με το δά
χτυλό του στο πάτωμα οδηγίες πώς ν’ ακολουθήσει τον τοίχο
για να βγει από το λιμάνι, να συνεχίσει παράλληλα με τη θάλασ
σα και ύστερα να διασχίσει την πόλη σε κάποιο σημείο. Να βρει
έναν σταθμό λεωφορείων. Αποκεί θα μπορούσε να πάει στο
Κάντιθ, στο Αλχεθίρας ή στη Μάλαγα. Το Κάντιθ το αναγνώρι
ζε σαν τοπωνύμιο.
Σκόνταψε σε κάτι σωλήνες και τους άκουσε να αντιλαλούν
δυνατά στους τοίχους. Αμέσως έτρεξε να κρυφτεί πίσω από ένα
κοντέινερ.
Θα έχει φύλακες, σκέφτηκε και αφουγκράστηκε μήπως ακού
σει τίποτα. Δεν πρέπει να με ξεγελάσει η ηρεμία και η ησυχία,
κι εξάλλου δεν έχει δα και τόση ησυχία. Ακούω τα κύματα της
θάλασσας να σκάνε στο μουράγιο, ακούω τον άνεμο που κάνει
κάτι μεταλλικό να κροταλίζει κάπου κοντά, αλλά δεν ακούω
βήματα και κανείς δεν ακούει τα δικά μου.
Χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε τα ξυπόλυτα πόδια της.
Τα παπούτσια της είχαν χαθεί στη θάλασσα μαζί με τη φούστα
και το πουλόβερ της. Τώρα φορούσε μόνο ένα πράσινο μπουφάν
που τη σκέπαζε όταν ξύπνησε στο κατάστρωμα της ψαρόβαρ
κας. Στην καμπίνα είχε βρει μια πετσέτα, την οποία είχε δέσει
γύρω από τους γοφούς της σαν φούστα.
Κάλυψε καλύτερα το κεφάλι της με την κουκούλα και σκαρ