12
T O V E A L S T E R D A L
αλλά τελικά ίσιωσε το κορμί της και σε λίγο ένιωσε την άσφαλ
το του δρόμου κάτω από τα πόδια της. Σύντομα άρχισε να ξα
νανιώθει άνθρωπος που περπατά χωρίς φόβο.
Λες και κυκλοφορούν πολλές γυναίκες ξυπόλυτες στην πόλη
μες στην άγρια νύχτα, σκέφτηκε ύστερα από λίγο, και μεμιάς
πρόσεξε κάτι που ήταν αφημένο σ’ ένα τσιμεντένιο παγκάκι σ’
ένα πάρκινγκ του δρόμου.
Με ξεγελάνε τα μάτια μου, είπε από μέσα της. Δεν μπορώ να
τα εμπιστεύομαι άλλο πια. Πλησίασε και διαπίστωσε ότι σωστά
είχε δει. Ένα ζευγάρι παπούτσια! Έκανε ν’ απλώσει το χέρι,
αλλά αμέσως δίστασε και κοίταξε τριγύρω. Ίσως ήταν παγίδα.
Κάποιος της έπαιζε άσχημο παιχνίδι. Αλλά ποιος θα είχε μια
τόσο αλλόκοτη ιδέα;
Είναι θαύμα, αυτό είναι, τελεία και παύλα! Δώρο απ’ τους
θεούς. Άγγιξε τα παπούτσια που ήταν αφημένα στο παγκάκι.
Ήταν αληθινά. Και χρυσαφένια.
Σιγά μην είναι, σκέφτηκε και τα πήρε. Ήταν συνηθισμένα
πλαστικά παπούτσια σε χρώμα χρυσαφί, αλλά και πάλι. Σχεδόν
της έκαναν. Την έσφιγγαν λίγο μπροστά στα δάχτυλα, αλλά δεν
θα παραπονιόταν γι’ αυτό. Μια θεϊκή δύναμη της είχε φέρει
παπούτσια στον δρόμο της, έτσι ώστε να μην κινδυνεύει να πα
τήσει σε σκατά σκύλων.
Πρώτη φορά από τότε που βγήκε στη στεριά γύρισε το κε
φάλι και κοίταξε πίσω της. Πέρα στον ορίζοντα, στην άλλη πλευ
ρά των στενών, δέσποζε η Αφρική σαν πελώρια σκιά. Μα τι
κοντά που ήταν! Μπορούσε να διακρίνει τα βουνά και σκόρπια
φώτα μες στο σκοτάδι.
Προχώρησε και δεν ξαναγύρισε να κοιτάξει πίσω της.
Αχ, μακάρι να ’ναι εφιάλτης, μονολόγησε η Τερέσε όταν ξύπνη
σε στην παραλία. Κάνε να ξυπνήσω ξανά κι αυτή τη φορά να
βρίσκομαι στο κρεβάτι μου!