16
T O V E A L S T E R D A L
Του το είπε, και ο τύπος είχε γελάσει με το σχόλιό της. Η Τερέ
σε δάγκωσε τ’ ακροδάχτυλά της για να μην την πάρουν τα
κλάματα.
Θα με βρήκε άθλια, είπε στον εαυτό της. Θα πιστεύει ότι δεν
αξίζω τίποτα. Αλλιώς θα είχε μείνει και θα μου έκανε έρωτα
ξανά, πολλές φορές.
Ένιωσε ένα κύμα ναυτίας ν’ ανεβαίνει στο λαρύγγι της. Πρέ
πει να είχε πιει δύο ή τρία κοσμοπόλιταν κι ύστερα μερικά
μοχίτο. Έκανε να σηκωθεί αλλά είχε την αίσθηση ότι η παραλία
τραμπάλιζε. Έγειρε μπροστά, έπεσε στα τέσσερα κι έμεινε σ’
αυτή τη στάση μέχρι το κεφάλι της να σταματήσει να γυρίζει.
Ξεροκατάπιε πολλές φορές σε μια προσπάθεια ν’ αποφύγει να
κάνει εμετό στην άμμο, γιατί το μόνο που της έλειπε τώρα ήταν
να υποστεί και την μπόχα των ξερατών της. Δεν το άντεχε να
γίνει τόσο αηδιαστική. Έτσι λοιπόν κατηφόρισε τρεκλίζοντας
στη θάλασσα. Δεν ήταν μακριά, καμιά εικοσαριά μέτρα.
Προχωρούσε αργά, περπατώντας προσεχτικά στην αμμουδιά,
για να μην πατήσει τίποτε απαίσιο. Η άμμος ήταν κρύα στις
πατούσες της και της προκάλεσε έκπληξη όταν την άγγιξε το
πρώτο κύμα, επειδή το νερό ήταν σχεδόν χλιαρό και απαλό. Η
Τερέσε μπήκε δυο βήματα πιο μέσα για να συναντήσει το επό
μενο κύμα. Όταν έσκασε πάνω της, έπιασε τους αφρούς και τους
πέταξε πάνω στο κορμί της. Το φρέσκο νερό ξέπλυνε το πρόσω
πό της και το μυαλό της κάπως καθάρισε.
Στ’ αριστερά της εξείχε ένας χαμηλός, μαύρος βράχος από τη
θάλασσα, κάτι σαν μόλος από μαύρες πέτρες, ο οποίος εκτεινό
ταν σχεδόν δέκα μέτρα μέσα στο νερό. Έμοιαζε με προϊστορικό
ζώο που ξάπλωνε στον γιαλό, η πλάτη ενός κοιμισμένου βροντό
σαυρου. Προχώρησε τσαλαβουτώντας προς τα εκεί και αποφά
σισε να σκαρφαλώσει πάνω του, ώστε να πάει να καθίσει στο
τέρμα του. Αν έκανε εμετό, τουλάχιστον ό,τι έβγαζε θα χανόταν
μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο στη θάλασσα και θα το ξεχνούσε.
Το νερό έγλειφε τους αστραγάλους της. Ο άνεμος που ερχό