18
T O V E A L S T E R D A L
μερικά δευτερόλεπτα η Τερέσε φαντάστηκε ότι ο μαύρος άντρας
θα σηκωνόταν από τη θάλασσα και το χέρι του θα την άρπαζε
από τον αστράγαλο και θα την τραβούσε μέσα στο νερό. Κι αν
ήταν ζωντανός;
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έσκασε το πρώτο φως του ήλιου
πάνω από τα βουνά και το χρώμα της θάλασσας άλλαξε σε
πράσινο. Η Τερέσε κοίταξε το πρόσωπο του νεκρού. Τα μάτια
του ήταν κλειστά αλλά το στόμα έχασκε ορθάνοιχτο, σχηματί
ζοντας ένα πνιγμένο ουρλιαχτό που δεν ακουγόταν. Τα λευκά
δόντια του έλαμπαν και άστραφταν κάτω από το νερό.
Χριστός και Παναγιά! Μπαμπά μου, βοήθεια! είπε από μέσα
της. Είμαι ολομόναχη εδώ πέρα!
Και τότε ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται και έκλεισε
το στόμα της με το χέρι, σκαρφαλώνοντας κακήν κακώς στα
βράχια, ώστε να φτάσει στην άλλη μεριά του μόλου. Συνέχισε
να ξερνάει καθώς απομακρυνόταν τρέχοντας αποκεί όπως όπως.