10
T O V E A L S T E R D A L
φάλωσε προσεχτικά σ’ έναν σωρό από χάλυβα οπλισμού σκυ
ροδέματος, διένυσε τρέχοντας σκυφτή το τελευταίο κομμάτι και
χώθηκε σ’ έναν σωρό από άδεια πλαστικά μπουκάλια αναψυ
κτικών.
Το λιμάνι τελείωνε εδώ. Ήταν αποκλεισμένη. Στη μία πλευ
ρά υπήρχε ο ψηλός τοίχος, μπροστά της σιδερένια κάγκελα
ύψους δύο μέτρων, και στην άλλη πλευρά εκτείνονταν οι απο
θήκες του λιμανιού. Από τ’ ανοίγματα ανάμεσά τους έβλεπε
τμήματα ενός δρόμου, ενώ κάτι αγριολούλουδα είχαν ξεφυτρώ
σει από τις τρύπες στην άσφαλτο. Πιο μακριά δέσποζαν τα
ερείπια ενός τεράστιου κάστρου που ορθωνόταν στον ουρανό
σαν πέτρινος σκελετός.
Την πονούσαν τα μάτια της. Ήταν κουραστικό να προσπαθεί
να δει καθαρά στην κίτρινη λάμψη που δεν ήταν ούτε φως ούτε
σκοτάδι· ένα παρατεταμένο μούχρωμα. Αν έκλεινε τα μάτια, θα
βυθιζόταν στο κενό. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευ
ταία φορά που κοιμήθηκε ολόκληρη νύχτα.
Κάθισε κουκουβιστά. Είχε μάθει να κάθεται έτσι τους τελευ
ταίους μήνες, για να βλέπει γύρω της και να παρατηρεί τα πά
ντα, να σχεδιάζει με προσοχή πού να πάει.
Τότε άκουσε τον ήχο. Ένα αυτοκίνητο πλησίαζε, εντός του
χώρου του λιμένα. Κόλλησε μπρούμυτα χάμω και κράτησε την
ανάσα της. Οι προβολείς του οχήματος φωταγώγησαν τον τοίχο
και έφτασαν σχεδόν μέχρι τα πόδια της. Ξαφνικά λαμπύρισαν
όλα τα μπουκάλια και τα άλλα σκουπίδια. Μόνο τότε πρόσεξε
την πέτρινη σκάλα που ανέβαινε τον τοίχο με πλατιά, λαξεμένα
σκαλοπάτια ελάχιστα μέτρα αποκεί που βρισκόταν. Έπειτα όλα
βυθίστηκαν ξανά στο μισοσκόταδο. Το όχημα είχε στρίψει και
απομακρυνόταν χωρίς να σταματήσει – δόξα σοι ο Θεός, δεν
σταμάτησε! Είχε προσέξει τη σειρήνα στην κορυφή πριν απομα
κρυνθεί με κατεύθυνση τις πύλες και σβήσει ο ήχος της μηχανής
του. Αυτοκίνητο της αστυνομίας.
Ανέβηκε γρήγορα την πέτρινη σκάλα και σκαρφάλωσε στον