G EORG E R . R . MA R T I N
14
Τζ. Α. Γιορκ για τους επαγγελματικούς συνεργάτες, Τζόσουα
για τους φίλους. Ελπίζω ότι θα γίνουμε και τα δύο με τον και
ρό, και συνεργάτες και φίλοι». Ο τόνος του ήταν εγκάρδιος και
διαλλακτικός.
«Θα δούμε» είπε ο Μαρς, αβέβαιος. Τα γκρίζα μάτια απέ
ναντί του φαίνονταν απόμακρα και ελαφρώς γελαστά τώρα.
Ό,τι είχε διακρίνει προηγουμένως εκεί είχε χαθεί. Μπερδεύ
τηκε.
«Να θεωρήσω ότι έλαβες το γράμμα μου;»
«Εδώ το έχω» είπε ο Μαρς τραβώντας τον διπλωμένο φά
κελο από την τσέπη του σακακιού του. Η πρόταση του Γιορκ
τού είχε φανεί σαν ανέλπιστη τύχη όταν την πρωτοδιάβασε,
η σωτηρία όλων όσα θεωρούσε οριστικά χαμένα. Τώρα δεν
ήταν και τόσο σίγουρος. «Θέλεις να μπεις στις ατμοπλοϊκές
επιχειρήσεις, έτσι δεν είναι;» είπε γέρνοντας μπροστά.
Εμφανίστηκε ένας σερβιτόρος. «Θα δειπνήσετε με τον κύ
ριο Γιορκ, καπετάνιε;»
«Παρακαλώ, κάντε μου την τιμή» τον παρακίνησε ο Γιορκ.
«Νομίζω, ναι» είπε οΜαρς. Μπορεί ο Γιορκ να ήταν ικανός
να τον κάνει να χαμηλώσει τα μάτια, αλλά δεν υπήρχε άνθρω
πος στο ποτάμι που να κάνει τον Άμπνερ Μαρς να αρνηθεί
φαγητό. «Θα μου φέρεις μία απ’ αυτή τη σούπα και μια ντου
ζίνα στρείδια και δύο ψητά κοτοπουλάκια με πατάτες και τα
λοιπά. Ξεροψημένες, κάνε μου τη χάρη. Και κάτι για να τα
συνοδέψω. Τι πίνεις, Γιορκ;»
«Κρασί Βουργουνδίας».
«Ωραία. Φέρε και για μένα ένα μπουκάλι απ’ αυτό».
Ο Γιορκ φάνηκε να το διασκεδάζει. «Έχεις τρομακτική
όρεξη, καπετάνιε».