TO ONEIΡΟ ΤΟΥ ΜΙΣΙΣΙΠΗ
11
στρωμένα με λευκά λινά τραπεζομάντιλα, κρυστάλλινα ποτή
ρια και λεπτές πορσελάνες. Στις κανονικές ώρες τα τραπέζια
θα ήταν γεμάτα ταξιδιώτες και ναυτικούς του ποταμού, αλλά
τώρα η αίθουσα ήταν άδεια, τα περισσότερα φώτα σβηστά.
Ίσως είχαν και κάτι καλό τελικά οι μεταμεσονύχτιες συναντή
σεις, σκέφτηκε ο Μαρς. Τουλάχιστον γλίτωνες τα συλλυπη
τήρια. Κοντά στην πόρτα προς την κουζίνα δύο νέγροι υπηρέ
τες κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους. Τους αγνόησε και
προχώρησε προς την πέρα άκρη της αίθουσας, όπου δειπνού
σε μόνος του ένας καλοντυμένος ξένος.
Ο άντρας πρέπει να τον άκουσε να πλησιάζει, αλλά δεν
σήκωσε τα μάτια του. Έτρωγε με όρεξη ζεστή χελωνόσουπα
από ένα πορσελάνινο μπολ. Κρίνοντας από το κόψιμο του
μακριού μαύρου σακακιού του, σίγουρα δεν ήταν ποταμίσιος.
Πρέπει να ήταν από την Ανατολική ακτή ή ξένος από άλλη
χώρα. Ήταν σωματώδης, αλλά ούτε κατά διάνοια τόσο σωμα
τώδης όσο ο Μαρς. Καθιστός έδινε την εντύπωση ψηλού
άντρα, αλλά χωρίς την κοιλιά και την περιφέρεια του καπετά
νιου. Στην αρχή ο Μαρς τον πέρασε για γέρο, γιατί τα μαλλιά
του ήταν άσπρα. Έπειτα όμως, όταν πλησίασε, είδε ότι δεν
ήταν καθόλου άσπρα, αλλά πάρα πολύ ξανθά, και ξαφνικά ο
ξένος τού φάνηκε πολύ νεαρός, σχεδόν αγόρι. Το μακρύ, ήρε
μο πρόσωπό του ήταν καλοξυρισμένο, χωρίς μουστάκι, ούτε
καν φαβορίτες, και το δέρμα του ανοιχτόχρωμο όσο και τα
μαλλιά του. Τα χέρια του έμοιαζαν με χέρια γυναίκας, σκέφτη
κε, όταν στάθηκε από πάνω του.
Χτύπησε το τραπέζι με τη λαβή του μπαστουνιού του. Το
τραπεζομάντιλο έπνιξε τον χτύπο και ακούστηκε σαν ευγενικό
κάλεσμα. «Εσύ είσαι ο Τζόσουα Γιορκ;» είπε.