G EORG E R . R . MA R T I N
16
από τους ατμολέβητες του
Μέρι Κλαρκ.
Το πλοίο μου πήρε
φωτιά, κάηκε ως τα ίσαλα, εκατό νεκροί. Και φέτος τον χει
μώνα – ήταν φοβερός αυτός ο χειμώνας. Είχα τέσσερα από
τα πλοία μου να ξεχειμωνιάζουν εδώ, στο Σεντ Λούις. Το
Νίκολας Περό,
το
Ντάνλεϊ,
το
Σουίτ Φίβερ
και το αγαπημένο
μου, το
Ελίζαμπεθ Α.,
ολοκαίνουργιο, μόλις τέσσερις μήνες
στο νερό και πολύ καλό πλοίο, περίπου 300 πόδια μήκος, με
δώδεκα μεγάλους ατμολέβητες, από τα πιο γρήγορα ατμόπλοια
στον Μισισιπή. Ήμουν πολύ περήφανος για την κυρά μου,
τη Λιζ. Μου είχε κοστίσει 200.000 δολάρια, αλλά τα άξιζε
μέχρι και την τελευταία πεντάρα». Έφτασε η σούπα του. Δο
κίμασε μια κουταλιά και σούφρωσε τα φρύδια του. «Καίει
ακόμη» είπε. «Τέλος πάντων, το Σεντ Λούις είναι καλός τόπος
για ξεχειμώνιασμα. Δεν πιάνει τόσο πολύ πάγο εδώ κάτω,
ούτε τον κρατάει για πολύ. Ο φετινός χειμώνας, όμως, ήταν
άλλο πράγμα. Πάγωσε το ποτάμι. Μάλιστα. Το αναθεματι
σμένο το ποτάμι έγινε όλο
πάγος
». Άπλωσε το πελώριο κόκκι
νο χέρι του στο τραπέζι, με την παλάμη προς τα πάνω, και
έκλεισε αργά τα δάχτυλά του σε γροθιά. «Φαντάσου ένα αυγό
εδώ μέσα για να καταλάβεις, Γιορκ. Ο πάγος μπορεί να συ
ντρίψει ένα ατμόπλοιο όσο εύκολα μπορώ να σπάσω εγώ ένα
αυγό μέσα στη χούφτα μου. Και όταν αρχίζει να λιώνει ο πά
γος είναι ακόμα χειρότερα ∙ τότε το ποτάμι κατεβάζει τεράστια
κομμάτια που τσακίζουν προβλήτες, αναχώματα, πλεούμενα,
τα πάντα. Όταν πέρασε ο χειμώνας, είχα χάσει τα καράβια
μου, και τα τέσσερα. Μου τα πήρε όλα ο πάγος».
«Ασφάλεια;» ρώτησε ο Γιορκ.
ΟΜαρς ξεκίνησε να τρώει τη σούπα του, ρουφώντας ηχη
ρά. Ανάμεσα σε δυο κουταλιές, κούνησε αρνητικά το κεφάλι.