TO ONEIΡΟ ΤΟΥ ΜΙΣΙΣΙΠΗ
19
μένα, ακριβώς όπως του άρεσαν. Τράβηξε ένα μπούτι και άρ
χισε να δαγκώνει λαίμαργα. Στον Γιορκ ο σερβιτόρος έφερε
ένα παχύ μοσχαρίσιο φιλέτο, σενιάν, ρόδινο στο κέντρο, που
κολυμπούσε στο αίμα και στους χυμούς του κρέατος. Ο καπε
τάνιος τον παρακολούθησε να το κόβει, χαλαρά και επιδέξια.
Το μαχαίρι χώριζε το ψαχνό σαν να ήταν βούτυρο, χωρίς να
σταματήσει καθόλου για να πριονίσει ή να πιέσει, όπως πολύ
συχνά έκανε ο ίδιος όταν έκοβε κρέας. ΟΓιορκ χρησιμοποιούσε
το πιρούνι του σαν τζέντλεμαν, αλλάζοντας χέρια κάθε φορά
που άφηνε κάτω το μαχαίρι. Δύναμη και χάρη ∙ τα μακριά,
άσπρα δάχτυλά του τα είχαν και τα δύο. ΟΜαρς τα θαύμασε
και απόρησε με τον εαυτό του που είχε σκεφτεί ότι θύμιζαν
γυναικεία χέρια. Ήταν λευκά, αλλά πολύ δυνατά, και σκληρά ∙
του θύμισαν τα άσπρα πλήκτρα του πιάνου στο κεντρικό σα
λόνι του ατμόπλοιου
Εκλίπς
.
«Λοιπόν;» τον παρότρυνε. «Δεν απάντησες στην ερώτησή
μου».
ΟΤζόσουα Γιορκ δίστασε μια στιγμή πριν μιλήσει. «Ήσουν
ειλικρινής μαζί μου, καπετάνιεΜαρς. Δεν θα ανταποδώσω την
ειλικρίνειά σου με ψέματα, όπως σκόπευα να κάνω. Ούτε θα
σε επιβαρύνω με όλη την αλήθεια, όμως. Υπάρχουν κάποια
πράγματα που δεν μπορώ να σου πω, πράγματα που δεν θα
ήταν καλό να ξέρεις. Θα σου θέσω λοιπόν τους όρους μου,
κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, και βλέπουμε αν μπορούμε να
καταλήξουμε σε μια συμφωνία. Αν όχι, θα χωρίσουμε φιλικά».
ΟΜαρς επιτέθηκε στο στήθος του κοτόπουλου. «Συνέχισε»
είπε. «Δεν σκοπεύω να φύγω».
Ο Γιορκ άφησε κάτω μαχαίρι και πιρούνι και ένωσε τις
άκρες των δαχτύλων του σε οξεία γωνία.