G EORG E R . R . MA R T I N
18
Φίβερ Ρίβερ να άξιζε τόσα. Τώρα όμως όχι». Έφαγε άλλο ένα
στρείδι. «Με το
Έλι Ρέινολντς
δεν πρόκειται να κάνεις από
σβεση ούτε σε δέκα χρόνια. Το πλοίο δεν σηκώνει ούτε αρκε
τό φορτίο ούτε αρκετούς επιβάτες». Σκούπισε τα χείλη του με
την πετσέτα και κοίταξε ερευνητικά τον ξένο απέναντί του.
Το φαγητό τον είχε τονώσει ∙ τώρα ήταν ξανά ο εαυτός του,
είχε υπό έλεγχο την κατάσταση. Το βλέμμα του Γιορκ ήταν
έντονο, ναι, σίγουρα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα εκεί που να τον
κάνει να τρομάξει.
«Έχεις ανάγκη τα λεφτά μου, καπετάνιε» είπε ο Γιορκ. «Για
τί μου τα είπες όλα αυτά; Δεν φοβάσαι μήπως αναζητήσω
άλλον συνεταίρο;»
«Δεν σκέφτομαι έτσι» είπε ο Μαρς. «Είμαι τριάντα χρόνια
στο ποτάμι, κύριε Γιορκ. Κατέβηκα στη Νέα Ορλεάνη μικρό
αγόρι, δούλεψα σε μαούνες και ρυμουλκά πολύ πριν ανακα
τευτώ με τα ατμόπλοια. Είμαι και τιμονιέρης και καπετάνιος
και ναύτης, ακόμα και τα λογιστικά κρατάω άμα χρειαστεί.
Έχω κάνει ό,τι μπορεί να γίνει κανείς σ’ αυτή τη δουλειά ∙
μόνο ένα πράγμα δεν έγινα, απατεώνας».
«Ένας έντιμος άνθρωπος» είπε ο Γιορκ με μια αιχμή στον
τόνο της φωνής του, τόσο λεπτή που ο Μαρς δεν ήταν σίγου
ρος αν τον ειρωνευόταν. «Χαίρομαι που θεώρησες σωστό να
μου δείξεις την κατάσταση της εταιρείας σου, καπετάνιε. Αν
και τη γνώριζα ήδη, σε διαβεβαιώνω. Η προσφορά μου εξακο
λουθεί να ισχύει».
«Γιατί;» ρώτησε άγρια ο Μαρς. «Μόνο ένας ανόητος θα
πέταγε έτσι τα λεφτά του. Και εσύ δεν μοιάζεις για ανόητος».
Το υπόλοιπο φαγητό έφτασε πριν προλάβει να απαντήσει
ο Γιορκ. Τα κοτοπουλάκια του Μαρς ήταν υπέροχα ξεροψη