TO ONEIΡΟ ΤΟΥ ΜΙΣΙΣΙΠΗ
17
«Εγώ δεν είμαι τζογαδόρος, κύριε Γιορκ. Ποτέ δεν στηρίχτηκα
στις αποζημιώσεις. Οι ασφάλειες είναι σκέτος τζόγος, αυτό
είναι ∙ άσε που ποντάρεις κόντρα στον εαυτό σου. Εγώ ό,τι
λεφτά έβγαζα τα έριχνα στα πλοία μου».
Ο Γιορκ ένευσε καταφατικά. «Απ’ ό,τι έμαθα, σου έχει μεί
νει ένα ατμόπλοιο».
«Ναι, μόνο ένα» είπε ο Μαρς. Τελείωσε τη σούπα του και
έκανε νόημα να του φέρουν το επόμενο πιάτο. «Το
Έλι Ρέι-
νολντς,
μικρό σκαρί, εκατόν πενήντα τόνοι, με μια πισινή φτε
ρωτή. Το δούλευα στον Ιλινόις επειδή δεν τραβάει πολύ, γι’
αυτό ξεχειμώνιασε στην Πεόρια και γλίτωσε τα χειρότερα του
πάγου. Αυτή είναι η μόνη μου περιουσία πια, κύριε Γιορκ, το
μόνο ατμόπλοιο που μου έμεινε. Το πρόβλημα είναι ότι το
Έλι
Ρέινολντς
δεν αξίζει τίποτα. Να φανταστείς, μου είχε κοστίσει
25.000 δολάρια καινούργιο, το 1850».
«Εφτά χρόνια» είπε ο Γιορκ. «Δεν είναι πολύς καιρός».
Ο Μαρς κούνησε το κεφάλι του. «Εφτά χρόνια είναι πάρα
πολύς καιρός για ατμόπλοιο» είπε. «Τα περισσότερα δεν τρα
βάνε πάνω από τέσσερα με πέντε χρόνια. Τα τρώει το ποτάμι.
Το
Έλι Ρέινολντς
είναι καλύτερο σκαρί από πολλά άλλα, αλλά
και πάλι δεν έχει πολλή ζωή μπροστά του». Ξεκίνησε να τρώει
τα στρείδια του, φέρνοντας στο στόμα του κάθε φορά το μισό
όστρακο, ρουφώντας με τη μία όλο το ψαχνό και συνοδεύοντας
την κάθε μπουκιά με μια γενναία γουλιά κρασί. «Γι’ αυτό απο
ρώ μ’ εσένα, κύριε Γιορκ» συνέχισε, αφού είχαν εξαφανιστεί
ήδη κάμποσα στρείδια από το πιάτο του. «Θέλεις να αγοράσεις
το μισό μερίδιο της γραμμής μου, που δεν έχει παρά μόνο ένα
μικρό γέρικο ατμόπλοιο. Στο γράμμα σου μου γράφεις και μια
τιμή. Πολύ μεγάλη. Ίσως, όταν είχα και τα έξι πλοία μου, η