TO ONEIΡΟ ΤΟΥ ΜΙΣΙΣΙΠΗ
13
Στις μέρες του, ο Άμπνερ Μαρς είχε κάνει πολλούς να
χαμηλώσουν το βλέμμα. Κράτησε τη ματιά του σταθερή για
πάρα πολλή ώρα, σφίγγοντας τόσο δυνατά το μπαστούνι που
φοβήθηκε μήπως το σπάσει στα δύο. Τελικά γύρισε τα μάτια
του αλλού.
Ο άντρας στο τραπέζι έκανε στην άκρη τη σούπα του, έδει
ξε με το χέρι και είπε: «Καπετάνιε Μαρς. Σε περίμενα. Πα
ρακαλώ, κάθισε μαζί μου». Η φωνή ήταν μεστή, καλλιεργημέ
νη, χαλαρή.
«Ναι» είπε ο Μαρς, πολύ χαμηλόφωνα. Τράβηξε την κα
ρέκλα απέναντι από τον Γιορκ, χαμήλωσε και κάθισε. Ήταν
πελώριος, ψηλός πάνω από ένα και ογδόντα και εκατόν πενή
ντα κιλά βαρύς. Κοκκινοπρόσωπος, με πλούσια μαύρη γενειά
δα που τη διατηρούσε για να καλύπτει ένα πρόσωπο γεμάτο
κρεατοελιές και μια χοντρή πλακουτσή μύτη ∙ αλλά ούτε καν
οι παχιές φαβορίτες του δεν βοηθούσαν σε τίποτα. Ο ασχη
μότερος άντρας του ποταμού, έτσι τον αποκαλούσαν και το
ήξερε. Με το χοντρό μπλε ναυτικό πανωφόρι του με τις διπλές
σειρές μπρούτζινα κουμπιά, ο Άμπνερ Μαρς ήταν μια άγρια
και επιβλητική μορφή. Όμως κάτω από το βλέμμα του Γιορκ
είχε χάσει όλο το νταηλίκι του. Είναι ένας απ’ αυτούς τους
φανατικούς, κατέληξε. Είχε ξαναδεί τέτοια μάτια, σε τρελούς,
σε έξαλλους ιεροκήρυκες και στο πρόσωπο εκείνου του Τζον
Μπράουν, πάνω στη μάχη, τότε στην Αιματοχυσία του Κάνσας.
Δεν ήθελε να έχει καμιά δουλειά με φανατικούς, με ιεροκήρυ
κες, με υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας ή της απο
χής από το αλκοόλ.
Μόνο που ο Γιορκ, όταν μίλησε, δεν ακούστηκε σαν φανα
τικός. «Το όνομά μου είναι Τζόσουα Άντον Γιορκ, καπετάνιε.