G EORG E R . R . MA R T I N
12
Ο ξανθός άντρας σήκωσε τα μάτια και τα βλέμματά τους
συναντήθηκαν.
Μέχρι το τέλος των ημερών του, ο Άμπνερ Μαρς θα θυμό
ταν εκείνη τη στιγμή, την πρώτη φορά που αντίκρισε τα μάτια
του Τζόσουα Γιορκ. Ό,τι σκέψεις κι αν είχε κάνει, όσα κι αν
είχε υποθέσει, τα ρούφηξε η δίνη των ματιών του. Αγόρι, γέ
ροντας, δανδής, ξένος χάθηκαν μέσα σε μια στιγμή και έμεινε
μόνο ο Γιορκ, αυτό που ήταν ο Γιορκ, ο δυνατός άντρας, το
όνειρο, η ένταση.
Τα μάτια του ήταν γκρίζα, τρομακτικά σκούρα πάνω σε ένα
τόσο λευκό πρόσωπο. Οι κόρες τους, δυο κατάμαυρες κουκ
κίδες, εστίασαν κατευθείαν μέσα του, ζύγιασαν την ψυχή του.
Το γκρίζο γύρω τους ήταν σαν να είχε δική του ζωή και κίνηση,
σαν την ομίχλη στο ποτάμι μια μαύρη νύχτα, όταν οι όχθες
εξαφανίζονται, τα φώτα χάνονται και δεν υπάρχει τίποτε άλ
λο στον κόσμο εκτός από τη βάρκα σου, το ποτάμι και την
ομίχλη. Σ’ εκείνες τις ομιχλώδεις ίριδες ο Μαρς είδε πράγμα
τα που εμφανίστηκαν στιγμιαία και έπειτα χάθηκαν. Μια ήρε
μη νοημοσύνη να κοιτάζει ερευνητικά μέσα από την γκρίζα
καταχνιά. Αλλά και ένα θηρίο, μαύρο, τρομακτικό, αλυσοδε
μένο και θυμωμένο, να λυσσομανάει μες στην ομίχλη. Γέλιο
και μοναξιά και άσπλαχνο πάθος. Όλα αυτά υπήρχαν μέσα
στα μάτια του Γιορκ.
Όμως, πάνω απ’ όλα, υπήρχε δύναμη σ’ εκείνα τα μάτια,
δύναμη τρομερή, ανυποχώρητη και αδυσώπητη σαν τον πάγο
που είχε συντρίψει τα όνειρα του Μαρς. Κάπου μέσα σ’ εκεί
νη την ομίχλη, ο καπετάνιος αισθάνθηκε τον πάγο να κινείται,
αργά, πολύ αργά, και άκουσε το φριχτό θρυμμάτισμα των κα
ραβιών του και κάθε ελπίδας του.