17
όμως κανένα λάθος. Όταν πρόβαλε μπροστά τους το
στοιχειωμένο σπίτι με το στενό, οΜπλέικ το έδειξε στους
υπόλοιπους σαν να το είχε στολίσει μόνος του.
Το σπίτι έδειχνε μια χαρά εξωτερικά. Πολύ καλύτερο
από τα συνηθισμένα. Μερικά ψεύτικα κοράκια ήταν
κουρνιασμένα στη στέγη. Ιστοί αράχνης κρέμονταν από
τις υδρορροές. Μία από τις κολοκύθες ξερνούσε σπόρους
και πολτό στο πεζοδρόμιο. Το γρασίδι είχε μπόλικες ψεύ-
τικες ταφόπλακες, ενώ πού και πού πεταγόταν κάποιο
ψεύτικο χέρι ή πόδι.
«Αρκετά καλό» συμφώνησε ο Ντάλτον.
«Δεν ξέρω» είπε ο Κόουλ. «Ύστερα από τόση αγωνία
περίμενα ταφόπλακες από γρανίτη με αληθινούς ανθρώπι-
νουςσκελετούς.Ίσωςκαι κανέναολόγραμμαφαντάσματος».
«Ίσως τα καλύτερα να είναι μέσα» είπε ο Ντάλτον.
«Θα δούμε» αποκρίθηκε ο Κόουλ. Κοντοστάθηκε και
μελέτησε τις λεπτομέρειες. Γιατί ένιωθε τόσο απογοητευ-
μένος; Γιατί τον ένοιαζε πόσο εντυπωσιακός θαήταν ο στο-
λισμός; Επειδή είχε πείσει τηνΤζένα να έρθει εδώ. Αν ήταν
ωραίο το στοιχειωμένο σπίτι, ίσως έκλεβε λίγηαπό τη δόξα
του. Αν ήταν κακό, θα είχε μπει σε τόσο κόπο για το τίποτα.
Αυτό ήταν αλήθεια; Μπορεί να είχε απογοητευτεί επειδή
δεν είχε καταφέρει να της μιλήσει σχεδόν καθόλου.
Ο Μπλέικ ξεκίνησε πρώτος για την πόρτα. Χτύπησε
ενώ τα άλλα εννιά παιδιά είχαν στριμωχτεί στη βεράντα.
Τους άνοιξε ένας τύπος με μακριά μαλλιά και κοντή γε-
νειάδα. Είχε έναν μπαλτά στο κεφάλι κι από την πληγή
κυλούσε άφθονο αίμα.